ῥόμμα: Difference between revisions

From LSJ

βωμὸν Ἀριστοτέλης ἱδρύσατο τόνδε Πλάτωνος, ἀνδρὸς ὃν οὐδ' αἰνεῖν τοῖσι κακοῖσι θέμιςAristotle had this altar of Plato set up — Plato, a man whom the wicked dare not even mention in praise

Source
mNo edit summary
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=romma
|Transliteration C=romma
|Beta Code=r(o/mma
|Beta Code=r(o/mma
|Definition=ατος, τό, ([[ῥόφω]]) = [[ῥόφημα]], Hp. ap. Gal.19.135.
|Definition=-ατος, τό, ([[ῥόφω]]) = [[ῥόφημα]], Hp. ap. Gal.19.135.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 09:39, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥόμμα Medium diacritics: ῥόμμα Low diacritics: ρόμμα Capitals: ΡΟΜΜΑ
Transliteration A: rhómma Transliteration B: rhomma Transliteration C: romma Beta Code: r(o/mma

English (LSJ)

-ατος, τό, (ῥόφω) = ῥόφημα, Hp. ap. Gal.19.135.

German (Pape)

[Seite 848] τό, = ῥόφημα, Galen.

Greek (Liddell-Scott)

ῥόμμα: τό, (ῥοφέω) = ῥόφημα, Γαλην. Λεξ. Ἱππ. 554.

Greek Monolingual

τὸ, Α
το ῥόφημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για συνεπτυγμένο τ. του ῥόφημα (> ῥόφμα > ρόμμα). Το ρ. ῥόφω που παραδίδει το Μέγα Ετυμολογικόν είναι μάλλον επινόηση τών γραμματικών, προκειμένου να δικαιολογήσουν τα ῥόμμα, ῥοπτός.