ἀκατασκεύαστος: Difference between revisions

m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (LSJ1 replacement)
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=akataskeyastos
|Transliteration C=akataskeyastos
|Beta Code=a)kataskeu/astos
|Beta Code=a)kataskeu/astos
|Definition=ον, [[not properly prepared]], φάρμακον <span class="bibl">Thphr.<span class="title">HP</span>9.16.6</span>; [[unwrought]], [[unformed]], γῆ <span class="bibl">LXX <span class="title">Ge.</span>1.2</span>; <b class="b3">ἡ ἀ</b>. [[chaos]], ''1''<span class="title">Enoch</span> 21.1; [[unpolished]], [[unartificial]], <b class="b3">ἁπλᾶ καὶ μονοειδῆ καὶ ἀ</b>. Ps.-Plu.<span class="title">Vit.Hom.</span>218. Adv. -τως <span class="bibl">D.H.<span class="title">Is.</span>15</span>.
|Definition=ἀκατασκεύαστον, [[not properly prepared]], φάρμακον [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Historia Plantarum|HP]]'' 9.16.6; [[unwrought]], [[unformed]], γῆ [[LXX]] ''Ge.''1.2; <b class="b3">ἡ ἀ.</b> [[chaos]], ''1''''Enoch'' 21.1; [[unpolished]], [[unartificial]], <b class="b3">ἁπλᾶ καὶ μονοειδῆ καὶ ἀ.</b> Ps.-Plu.''Vit.Hom.''218. Adv. [[ἀκατασκευάστως]] D.H.''Is.''15.
}}
}}
{{DGE
{{DGE
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀκατασκεύαστος]], -ον) [[κατασκευάζω]]<br />αυτός που δεν έχει κατασκευαστεί, ο [[άφτιαχτος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[ακατέργαστος]] ή [[εκείνος]], του οποίου δεν έχει ολοκληρωθεί η [[κατεργασία]]<br />«ἀκατασκεύαστον [[φάρμακον]]» (Θεόφραστος, <i>Φυτ</i>. / στ. 9, 16, 6)<br /><b>2.</b> αυτός που δεν έχει λάβει την οριστική του [[μορφή]], ο [[αδιάπλαστος]]<br />«ἡ δὲ γῆ ἦν [[ἀόρατος]] καὶ [[ἀκατασκεύαστος]]» (ΠΔ Γένεσις 1, 2)<br /><b>3.</b> [[εκείνος]] που δεν έχει τον κατάλληλο εξοπλισμό (<b>βλ.</b> [[ακατάσκευος]])<br /><b>4.</b> [[αστόλιστος]], [[ανεπιτήδευτος]], [[απλός]] (<b>βλ.</b> [[ακατάσκευος]]).
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀκατασκεύαστος]], -ον) [[κατασκευάζω]]<br />αυτός που δεν έχει κατασκευαστεί, ο [[άφτιαχτος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[ακατέργαστος]] ή [[εκείνος]], του οποίου δεν έχει ολοκληρωθεί η [[κατεργασία]]<br />«ἀκατασκεύαστον [[φάρμακον]]» (Θεόφραστος, <i>Φυτ</i>. / στ. 9, 16, 6)<br /><b>2.</b> αυτός που δεν έχει λάβει την οριστική του [[μορφή]], ο [[αδιάπλαστος]]<br />«ἡ δὲ γῆ ἦν [[ἀόρατος]] καὶ [[ἀκατασκεύαστος]]» (ΠΔ Γένεσις 1, 2)<br /><b>3.</b> [[εκείνος]] που δεν έχει τον κατάλληλο εξοπλισμό (<b>βλ.</b> [[ακατάσκευος]])<br /><b>4.</b> [[αστόλιστος]], [[ανεπιτήδευτος]], [[απλός]] (<b>βλ.</b> [[ακατάσκευος]]).
}}
{{pape
|ptext=<i>[[unbearbeitet]], roh, [[LXX]]. nicht [[gekünstelt]]</i>; so adv. [[neben]] [[ἁπλῶς]] Dion.Hal. <i>de Isaeo</i> 15.
}}
}}

Latest revision as of 10:35, 25 August 2023

English (LSJ)

ἀκατασκεύαστον, not properly prepared, φάρμακον Thphr. HP 9.16.6; unwrought, unformed, γῆ LXX Ge.1.2; ἡ ἀ. chaos, 1'Enoch 21.1; unpolished, unartificial, ἁπλᾶ καὶ μονοειδῆ καὶ ἀ. Ps.-Plu.Vit.Hom.218. Adv. ἀκατασκευάστως D.H.Is.15.

Spanish (DGE)

-ον
I no equipado, sin armar de un barco, Chrys.M.62.131.
II 1mal preparado φάρμακον Thphr.HP 9.16.6.
2 informe, caótico γῆ LXX Ge.1.2, λυθήσονται οἱ οὐρανοὶ καὶ ἔσται ὁ ἀὴρ ἀ. 1Apoc.19.
3 no fabricado σοφία καὶ δύναμις ... ἀχειροποίητοι ... καὶ ἀκατασκεύαστοι Gr.Nyss.Ar.et Sab.80.15
fig. sencillo, no rebuscado Plu.Vit.Hom.218, γέγονε τοῦτο, οὐ προθεμένης μοι τῆς γνώμης ἀλλ' ἀ. οὕτω παρελθόν Synes.Ep.137.273.
III adv. -ως sencillamente ἁπλῶς καὶ ἀ. D.H.Is.15.2
sin prueba Origenes Cels.4.58.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκατασκεύαστος: -ον, = ἀκατέργαστος, τραχύς, οὐχὶ ἐπιμελῶς κατειργασμένος, Θεοφρ. Ἱ. Φ. 9. 16, 6. καὶ αὐτόθι Schneid., Ἑβδ. (Γεν. α΄, 2). - Ἐπίρρ. -τως, Διον. Ἁλ. περὶ Ἰσαίου, 15. ΙΙ. ὁ μὴ ἐπιδεχόμενος λεπτὴν ἐπεξεργασίαν, Βί. Ὁμ. 218.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀκατασκεύαστος, -ον) κατασκευάζω
αυτός που δεν έχει κατασκευαστεί, ο άφτιαχτος
αρχ.
1. ο ακατέργαστος ή εκείνος, του οποίου δεν έχει ολοκληρωθεί η κατεργασία
«ἀκατασκεύαστον φάρμακον» (Θεόφραστος, Φυτ. / στ. 9, 16, 6)
2. αυτός που δεν έχει λάβει την οριστική του μορφή, ο αδιάπλαστος
«ἡ δὲ γῆ ἦν ἀόρατος καὶ ἀκατασκεύαστος» (ΠΔ Γένεσις 1, 2)
3. εκείνος που δεν έχει τον κατάλληλο εξοπλισμό (βλ. ακατάσκευος)
4. αστόλιστος, ανεπιτήδευτος, απλός (βλ. ακατάσκευος).

German (Pape)

unbearbeitet, roh, LXX. nicht gekünstelt; so adv. neben ἁπλῶς Dion.Hal. de Isaeo 15.