ἀκατάξεστος: Difference between revisions
From LSJ
ὥστε πλείους ἢ χιλίας ἱεροδούλους ἐκέκτητο ἑταίρας → it owned more than a thousand temple-slaves, courtesans
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=akataksestos | |Transliteration C=akataksestos | ||
|Beta Code=a)kata/cestos | |Beta Code=a)kata/cestos | ||
|Definition= | |Definition=ἀκατάξεστον, [[not hewn]], [[smooth]], IG1.322, 7.3074 (Lebad.). | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀκατάξεστος]], -ον (Α) [[καταξέω]]<br />αυτός που δεν έχει πελεκηθεί, ώστε να έχει [[λεία]] [[επιφάνεια]]. | |mltxt=[[ἀκατάξεστος]], -ον (Α) [[καταξέω]]<br />αυτός που δεν έχει πελεκηθεί, ώστε να έχει [[λεία]] [[επιφάνεια]]. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=<i>[[unbehauen]], Inscr</i>. I.p. 279. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 09:32, 25 August 2023
English (LSJ)
ἀκατάξεστον, not hewn, smooth, IG1.322, 7.3074 (Lebad.).
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): ἀκαταχσ- IG 13.474.60, 68 (V a.C.)
no tallado, rebajado, sin igualar a cincel, de bloques de piedra para eliminar protuberancias e irregularidades κρηπίς IG 13.474.68 (V a.C.), ὀρθοστάται ib.60, λίθοι IG 7.3074.5 (Lebadea II a.C.), cf. Eust.1165.15.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκατάξεστος: -ον, μὴ πελεκηθείς, ὁ μὴ ξεσθείς, Συλλ. Ἐπιγρ. 160, στήλ. 1. 60. 68, καὶ ἀλλ., Εὐστ.
Greek Monolingual
ἀκατάξεστος, -ον (Α) καταξέω
αυτός που δεν έχει πελεκηθεί, ώστε να έχει λεία επιφάνεια.
German (Pape)
unbehauen, Inscr. I.p. 279.