ἀπροσκόλλητος: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=aproskollitos | |Transliteration C=aproskollitos | ||
|Beta Code=a)prosko/llhtos | |Beta Code=a)prosko/llhtos | ||
|Definition= | |Definition=ἀπροσκόλλητον, [[not adhering]], τινί Eust.1940.20. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Latest revision as of 12:11, 25 August 2023
English (LSJ)
ἀπροσκόλλητον, not adhering, τινί Eust.1940.20.
Spanish (DGE)
-ον que no se adhiere τῷ ἀνδρί Eust.1940.20.
German (Pape)
[Seite 339] nicht angeleimt, Eust.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπροσκόλλητος: -ον, ὁ μὴ προσκεκολλημένος, πράγματι ἀπροσκόλλητος ὢν ἐκείνῳ Εὐστ. 1940. 20.
Greek Monolingual
-η, -ο (Μ ἀπροσκόλλητος, -ον)
αυτός που δεν είναι προσκολλημένος κάπου
αρχ.
αυτός που δεν έχει τοποθετηθεί προσωρινά σε κάποια υπηρεσία.