ἀποχειρόβιος: Difference between revisions

From LSJ

κρέσσων γὰρ οἰκτιρμοῦ φθόνος → it is better to be envied than pitied | to be envied is a nobler fate than to be pitied (Pindar, Pythian 1.85)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (LSJ1 replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=apocheirovios
|Transliteration C=apocheirovios
|Beta Code=a)poxeiro/bios
|Beta Code=a)poxeiro/bios
|Definition=ον, = [[ἀποχειροβίοτος]] ([[living by the work of one's hands]]), Poll. 1.50, Hsch.
|Definition=ἀποχειρόβιον, = [[ἀποχειροβίοτος]] ([[living by the work of one's hands]]), Poll. 1.50, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]
}}
}}
{{DGE
{{DGE
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀποχειρόβιος]] κ. -βίωτος, -ον (Α)<br />αυτός που ζει με την [[εργασία]] των χεριών του, ο [[βιοπαλαιστής]].
|mltxt=[[ἀποχειρόβιος]] κ. -βίωτος, -ον (Α)<br />αυτός που ζει με την [[εργασία]] των χεριών του, ο [[βιοπαλαιστής]].
}}
{{pape
|ptext== [[ἀποχειροβίωτος]] ?
}}
}}

Latest revision as of 09:18, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποχειρόβῐος Medium diacritics: ἀποχειρόβιος Low diacritics: αποχειρόβιος Capitals: ΑΠΟΧΕΙΡΟΒΙΟΣ
Transliteration A: apocheiróbios Transliteration B: apocheirobios Transliteration C: apocheirovios Beta Code: a)poxeiro/bios

English (LSJ)

ἀποχειρόβιον, = ἀποχειροβίοτος (living by the work of one's hands), Poll. 1.50, Hsch.

Spanish (DGE)

-ον
que vive del trabajo de sus manos Poll.1.50 (ap. crít.), Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποχειρόβιος: -ον, ὁ ἀπὸ τῶν χειρῶν ζῶν, «ἀποχειρόβιοι· οἱ ἁλιεῖς καὶ χειρώνακτες καὶ ἐγχειρογάστορες, οἱ τεχνῖται» Ἡσύχ., Πολυδ. Α΄, 50.

Greek Monolingual

ἀποχειρόβιος κ. -βίωτος, -ον (Α)
αυτός που ζει με την εργασία των χεριών του, ο βιοπαλαιστής.

German (Pape)

ἀποχειροβίωτος ?