προπροκυλίνδομαι: Difference between revisions
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=") |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=proprokylindomai | |Transliteration C=proprokylindomai | ||
|Beta Code=proprokuli/ndomai | |Beta Code=proprokuli/ndomai | ||
|Definition=Pass., [[keep rolling before]] another(as a suppliant), [[roll at]] his [[feet]], c. gen., προπροκυλινδόμενος πατρὸς Διός | |Definition=Pass., [[keep rolling before]] another(as a suppliant), [[roll at]] his [[feet]], c. gen., προπροκυλινδόμενος πατρὸς Διός Il.22.221; δεῦρο τόδ' ἵκετο πήματα πάσχων π. [[wandering from place to place]], Od.17.525. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>c.</i> [[προκυλίνδομαι]]. | |btext=<i>c.</i> [[προκυλίνδομαι]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=προ-προκυλίνδομαι zich heen en weer wentelen (voor): met gen..; προπροκυλινδόμενος πατρὸς Διός zich voor vader Zeus in het stof wentelend Il. 22.221; abs. rondzwerven:. πήματα πάσχων προπροκυλινδόμενος na al rondzwervend leed ondervonden te hebben Od. 17.525. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''προπροκῠλίνδομαι:''' [[падать]], [[валиться]] (к ногам): προπροκυλινδόμενος [[Διός]] Hom. валяясь в ногах у (т. е. слезно умоляя) Зевса. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 27: | Line 33: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''προπροκῠλίνδομαι:''' Παθ., [[εξακολουθώ]] να κυλιέμαι [[μπροστά]] από κάποιον, κυλιέμαι στα πόδια του, με γεν., προποκυλινδόμενος πατρὸς [[Διός]], σε Ομήρ. Ιλ.· απόλ., [[πλανώμαι]] ατέρμονα, σε Ομήρ. Οδ. | |lsmtext='''προπροκῠλίνδομαι:''' Παθ., [[εξακολουθώ]] να κυλιέμαι [[μπροστά]] από κάποιον, κυλιέμαι στα πόδια του, με γεν., προποκυλινδόμενος πατρὸς [[Διός]], σε Ομήρ. Ιλ.· απόλ., [[πλανώμαι]] ατέρμονα, σε Ομήρ. Οδ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt= | |mdlsjtxt=Pass. to [[keep]] [[rolling]] [[before]] [[another]], [[roll]] at his feet, c. gen., προπροκυλινδόμενος πατρὸς [[Διός]] Il.; absol. [[roaming]] on for [[ever]], Od. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:20, 3 March 2024
English (LSJ)
Pass., keep rolling before another(as a suppliant), roll at his feet, c. gen., προπροκυλινδόμενος πατρὸς Διός Il.22.221; δεῦρο τόδ' ἵκετο πήματα πάσχων π. wandering from place to place, Od.17.525.
German (Pape)
[Seite 741] das verstärkte προκυλίνδομαι, pass.; sich winden, τινός, sich vor Jemandes Füßen flehend wälzen, Il. 22, 221; sich fort u. fort in bedrängter Lage umhertreiben, umherirren, Od. 17, 525, einzeln bei sp. D., wie Opp. Hal. 1, 167.
French (Bailly abrégé)
c. προκυλίνδομαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προ-προκυλίνδομαι zich heen en weer wentelen (voor): met gen..; προπροκυλινδόμενος πατρὸς Διός zich voor vader Zeus in het stof wentelend Il. 22.221; abs. rondzwerven:. πήματα πάσχων προπροκυλινδόμενος na al rondzwervend leed ondervonden te hebben Od. 17.525.
Russian (Dvoretsky)
προπροκῠλίνδομαι: падать, валиться (к ногам): προπροκυλινδόμενος Διός Hom. валяясь в ногах у (т. е. слезно умоляя) Зевса.
Greek (Liddell-Scott)
προπροκῠλίνδομαι: Παθ., ἐξακολουθῶ νὰ κυλίωμαι ἔμπροσθέν τινος (ὡς ἱκέτης), κυλίομαι παρὰ τοὺς πόδας τινός, προσπίπτω καὶ ἱκετεύω τινά, μετὰ γεν., προπροκυλινδόμενος πατρὸς Διὸς Ἰλ. Χ. 221· οὕτω καί, δεῦρ’ ἵκετο πήματα πάσχων πρ. Ὀδ. Ρ. 525, κατὰ τὸν Εὐστ.· ἀλλ’ ἕτεροι σχολιασταί, ἐπειδὴ ὁ Ὀδυσσεὺς οὐδέποτε οὕτως ἐταπείνωσεν ἑαυτόν, ἑρμηνεύουσι «πλανώμενος, μετὰ κακοπαθείας ἀπὸ πόλεως εἰς πόλιν φερόμενος».
English (Autenrieth)
roll (as suppliant) before, Διός, Il. 22.221; ‘wander from place to place,’ Od. 17.525.
Greek Monolingual
Α
(επικ. τ.) (ως επιτατικό του κυλίνδομαι)
1. εξακολουθώ να κυλιέμαι μπροστά στα πόδια κάποιου ως ικέτης, ικετεύω επίμονα κάποιον
2. περιφέρομαι συνεχώς από πόλη σε πόλη υφιστάμενος κακουχίες και απροστάτευτος.
Greek Monotonic
προπροκῠλίνδομαι: Παθ., εξακολουθώ να κυλιέμαι μπροστά από κάποιον, κυλιέμαι στα πόδια του, με γεν., προποκυλινδόμενος πατρὸς Διός, σε Ομήρ. Ιλ.· απόλ., πλανώμαι ατέρμονα, σε Ομήρ. Οδ.
Middle Liddell
Pass. to keep rolling before another, roll at his feet, c. gen., προπροκυλινδόμενος πατρὸς Διός Il.; absol. roaming on for ever, Od.