ἀργυροστερής: Difference between revisions

m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=argyrosteris
|Transliteration C=argyrosteris
|Beta Code=a)rgurosterh/s
|Beta Code=a)rgurosterh/s
|Definition=ές, ([[στερέω]]) [[rob]]bing of [[silver]], [[βίος]] ἀργυροστερής = a [[robber]]'s [[life]], <span class="bibl">A.<span class="title">Ch.</span>1002</span>.
|Definition=ἀργυροστερές, ([[στερέω]]) [[rob]]bing of [[silver]], [[βίος]] ἀργυροστερής = a [[robber]]'s [[life]], A.''Ch.''1002.
}}
}}
{{DGE
{{DGE
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />qui dépouille qqn de son argent.<br />'''Étymologie:''' [[ἄργυρος]], [[στερίσκω]].
|btext=ής, ές :<br />[[qui dépouille qqn de son argent]].<br />'''Étymologie:''' [[ἄργυρος]], [[στερίσκω]].
}}
{{pape
|ptext=[[βίος]], <i>[[Silber]], [[Geld]] [[raubend]]</i>, Aesch. <i>Ch</i>. 996.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀργῠροστερής:''' [[отнимающий]] (чужие) деньги, т. е. разбойничий ([[βίος]] Aesch.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀργῠροστερής''': -ές, ([[στερέω]]) στερῶν τινα τοῦ ἀργύρου, [[ἤτοι]] τοῦ ἀργυρίου [[αὐτοῦ]], [[βίος]] ἀργ., [[βίος]] λῃστοῦ, Αἰσχύλ. Χο. 1002.
|lstext='''ἀργῠροστερής''': -ές, ([[στερέω]]) στερῶν τινα τοῦ ἀργύρου, [[ἤτοι]] τοῦ ἀργυρίου αὐτοῦ, [[βίος]] ἀργ., [[βίος]] λῃστοῦ, Αἰσχύλ. Χο. 1002.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 24: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀργῠροστερής:''' -ές ([[στερέω]]), αυτός που στερεί από κάποιον το [[ασήμι]], δηλ. τα χρήματά του, ο [[ληστής]]· [[βίος]] [[ἀργυροστερής]], ο [[τρόπος]] ζωής ληστή, [[ληστρικός]] [[βίος]], σε Αισχύλ.
|lsmtext='''ἀργῠροστερής:''' -ές ([[στερέω]]), αυτός που στερεί από κάποιον το [[ασήμι]], δηλ. τα χρήματά του, ο [[ληστής]]· [[βίος]] [[ἀργυροστερής]], ο [[τρόπος]] ζωής ληστή, [[ληστρικός]] [[βίος]], σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀργῠροστερής:''' [[отнимающий]] (чужие) деньги, т. е. разбойничий ([[βίος]] Aesch.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[στερέω]]<br />robbing of [[silver]], [[βίος]] ἀργ. a [[robber]]'s [[life]], Aesch.
|mdlsjtxt=[[στερέω]]<br />robbing of [[silver]], [[βίος]] ἀργ. a [[robber]]'s [[life]], Aesch.
}}
}}

Latest revision as of 11:17, 25 August 2023

English (LSJ)

ἀργυροστερές, (στερέω) robbing of silver, βίος ἀργυροστερής = a robber's life, A.Ch.1002.

Spanish (DGE)

(ἀργῠροστερής) -ές que priva a uno del dinero, βίος A.Ch.1002.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui dépouille qqn de son argent.
Étymologie: ἄργυρος, στερίσκω.

German (Pape)

βίος, Silber, Geld raubend, Aesch. Ch. 996.

Russian (Dvoretsky)

ἀργῠροστερής: отнимающий (чужие) деньги, т. е. разбойничий (βίος Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀργῠροστερής: -ές, (στερέω) στερῶν τινα τοῦ ἀργύρου, ἤτοι τοῦ ἀργυρίου αὐτοῦ, βίος ἀργ., βίος λῃστοῦ, Αἰσχύλ. Χο. 1002.

Greek Monolingual

ἀργυροστερής (-οῦς), -ές (Α)
αυτός που κλέβει τα αργύρια, τα χρήματα κάποιου («αργυροστερής βίος» — η ζωή του ληστή).
[ΕΤΥΜΟΛ. < άργυρος + στερώ].

Greek Monotonic

ἀργῠροστερής: -ές (στερέω), αυτός που στερεί από κάποιον το ασήμι, δηλ. τα χρήματά του, ο ληστής· βίος ἀργυροστερής, ο τρόπος ζωής ληστή, ληστρικός βίος, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

στερέω
robbing of silver, βίος ἀργ. a robber's life, Aesch.