κερασφόρος: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ γράμματ' εἰδὼς καὶ περισσὸν νοῦν ἔχει → Qui litteras didicere, mentis plus habent → Wer schreiben kann, hat auch bedeutenden Verstand

Menander, Monostichoi, 403
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 3: Line 3:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui porte des cornes.<br />'''Étymologie:''' [[κέρας]], [[φέρω]].
|btext=ος, ον :<br />[[qui porte des cornes]].<br />'''Étymologie:''' [[κέρας]], [[φέρω]].
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=κερασφόρος -ον [κέρας, φέρω] hoorns dragend, gehoornd.
|elnltext=κερασφόρος -ον &#91;[[κέρας]], [[φέρω]]] [[hoorns dragend]], [[gehoornd]].
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 25: Line 25:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=κερασ-[[φόρος]], ον [[φέρω]]<br />[[horn]]-[[bearing]], [[horned]], Eur.
|mdlsjtxt=κερασ-[[φόρος]], ον [[φέρω]]<br />[[horn]]-[[bearing]], [[horned]], Eur.
}}
{{elmes
|esmgtx=-ον [[que lleva cuernos]] de una imagen de Hécate λαβὼν λίθον σιδηρίτην, ἐν ᾧ ἐνγεγλύφθω Ἑκάτη τριπρόσωπος, καὶ τὸ μὲν μέσον πρόσωπον ἤτω κερασφόρου παρθένου <b class="b3">toma una piedra de magnetita, en la que ha de quedar grabada una Hécate de tres caras, y que el rostro del centro sea el de una doncella con cuernos</b> P IV 2882
}}
}}

Latest revision as of 13:40, 8 January 2023

German (Pape)

[Seite 1422] Hörner tragend; Ἰώ Eur. Phoen. 255; Plat. Polit. 265 c; Pan, Luc. D. D. 22, 2; Dionysus, Eur. Bacch. 2; von einer Schlange, Nonn. D. 11, 94; ὀχήματα Plut. vit. aer. al. 3; – ἀνήρ, Hahnrei, Eust.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui porte des cornes.
Étymologie: κέρας, φέρω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κερασφόρος -ον [κέρας, φέρω] hoorns dragend, gehoornd.

Russian (Dvoretsky)

κερασφόρος: рогоносный, украшенный рогами (Ἰώ, Διόνυσος Eur.; τὸ μέρος τῆς ἀγέλης Plat.; Πάν Luc.).

Spanish

que lleva cuernos

Greek Monolingual

-ο (ΑΜ κερασφόρος, -ον)
αυτός που έχει κέρατα (α. «κερασφόρα ζώα» β. «κερασφόροι στόρθυγγες», Σοφ.)
νεοελλ.-αρχ.
απατημένος σύζυγος, κερατάς
αρχ.
φρ. «τὸ κερασφόρον γένος» — τα ζώα που έχουν κέρατα (Γαλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέρας + -φορος (< φόρος < φέρω)].

Greek Monotonic

κερασφόρος: -ον (φέρω), αυτός που φέρει κέρατα, αυτός που έχει κέρατα, σε Ευρ.

Greek (Liddell-Scott)

κερασφόρος: -ον, φέρων κέρατα, ἔχων κέρατα, ἐπὶ ἐλάφων, Σοφ. Ἀποσπ. 110· ἐπὶ τῆς Ἰοῦς, Εὐρ. Φοίν. 248· ἐπὶ τοῦ Διονύσου, ὁ αὐτ. ἐν Βάκχ. 2· τὸ κ. μέρος Πλάτ. Πολιτ. 265C· τὰ κ., ζῷα φέροντα κέρατα, Γαλην. ΙΙ. ἀνὴρ ὃν ἡ σύζυγος ἐξαπατᾷ, κερατᾶς, Ἐπιγραφὴ ἐπιγράμμ. ἐν Ἀνθ. Π. 11. 278· πρβλ. κέρας ΧΙ.

Middle Liddell

κερασ-φόρος, ον φέρω
horn-bearing, horned, Eur.

Léxico de magia

-ον que lleva cuernos de una imagen de Hécate λαβὼν λίθον σιδηρίτην, ἐν ᾧ ἐνγεγλύφθω Ἑκάτη τριπρόσωπος, καὶ τὸ μὲν μέσον πρόσωπον ἤτω κερασφόρου παρθένου toma una piedra de magnetita, en la que ha de quedar grabada una Hécate de tres caras, y que el rostro del centro sea el de una doncella con cuernos P IV 2882