δαφνόκομος: Difference between revisions
From LSJ
ἀσκὸς ὕστερον δεδάρθαι κἀπιτετρίφθαι γένος → I'd be willing to be flayed into a wineskin afterwards and to have my line wiped out
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=dafnokomos | |Transliteration C=dafnokomos | ||
|Beta Code=dafnοko/mos | |Beta Code=dafnοko/mos | ||
|Definition= | |Definition=δαφνόκομον, [[bay-crowned]], τρίποδες ''AP''9.505.11. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 12:13, 25 August 2023
English (LSJ)
δαφνόκομον, bay-crowned, τρίποδες AP9.505.11.
German (Pape)
[Seite 525] mit Lorbeer umkränzt, τρίποδες Φοίβου Anth. IX, 505, 11.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
couvert ou couronné de laurier.
Étymologie: δάφνη, κόμη.
Russian (Dvoretsky)
δαφνόκομος: увенчанный лаврами (τρίποδες Φοίβου Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
δαφνόκομος: -ον, ὁ διὰ δάφνης ἐστεμμένος, Ἀνθ. Π. 9. 505, 11.
Greek Monolingual
δαφνόκομος, -ον (Α)
στεφανωμένος με δάφνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δάφνη + -κομος < κόμη «μαλλιά» (πρβλ. καλλίκομος, ξανθόκομος)].
Greek Monotonic
δαφνόκομος: -ον (κόμη), στεφανωμένος με δάφνη, στολισμένος με δάφνη, σε Ανθ.