εὐπαράδεκτος: Difference between revisions
Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=efparadektos | |Transliteration C=efparadektos | ||
|Beta Code=eu)para/dektos | |Beta Code=eu)para/dektos | ||
|Definition= | |Definition=εὐπαράδεκτον,<br><span class="bld">A</span> [[easily received]], [[acceptable]], ἐπίνοιαι Plb.10.2.11 (Comp.), cf. Phld.''D.''1.24 (Comp.): in Gramm., [[admissible]], A.D. ''Pron.''89.7, al.; opp. [[ἀπόβλητος]], Id.''Synt.''164.25; [[easy to admit]], <b class="b3">σαφὲς καὶ εὐ.</b> Plot.6.4.1.<br><span class="bld">II</span> [[receiving readily]], [λάκκοι] εὐ. ὕδατος Ph.1.572: metaph., [εὐφυΐα] εὐ. σπερμάτων ἀρετῆς ib.136; <b class="b3">εὐ. πρὸς τὰ θεωρήματα</b> ib.572. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 10:26, 25 August 2023
English (LSJ)
εὐπαράδεκτον,
A easily received, acceptable, ἐπίνοιαι Plb.10.2.11 (Comp.), cf. Phld.D.1.24 (Comp.): in Gramm., admissible, A.D. Pron.89.7, al.; opp. ἀπόβλητος, Id.Synt.164.25; easy to admit, σαφὲς καὶ εὐ. Plot.6.4.1.
II receiving readily, [λάκκοι] εὐ. ὕδατος Ph.1.572: metaph., [εὐφυΐα] εὐ. σπερμάτων ἀρετῆς ib.136; εὐ. πρὸς τὰ θεωρήματα ib.572.
German (Pape)
[Seite 1086] leicht anzunehmen, glaubhaft, Strab. 1, 2, 10; im compar., Pol. 10, 2, 11; – bei Philo auch act., leicht annehmend, τινός.
Russian (Dvoretsky)
εὐπαράδεκτος: легко допустимый, приемлемый (ἐπίνοιαι Polyb.).
Greek (Liddell-Scott)
εὐπαράδεκτος: -ον, εὐκόλως γινόμενος δεκτός, εὐπρόσδεκτος, Πολύβ. 10. 2, 11, Ἀπολλ. π. Ἀντων. 114Α. ΙΙ. ἑτοίμως δεχόμενος, τινος Φίλων 1. 136· οὕτως, εὐπαράδοχος Κύριλλ. Ἀλ. ΙΙΙ. 961Α.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α εὐπαράδεκτος, -ον)
ευπρόσδεκτος
αρχ.
1. αυτός που εύκολα δέχεται κάτι
2. μτφ. επιδεκτικός.
επίρρ...
ευπαραδέκτως (Α εὐπαραδέκτως)
ευχάριστα, ευπρόσδεκτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + παρα-δεκτός (< παραδέχομαι)].