νυκτερόβιος: Difference between revisions
From LSJ
οὐκ ἀθεεὶ ὅδ᾽ ἀνὴρ Ὀδυσήϊον ἐς δόμον ἵκει → this man does not come to the Odyssean palace without the will of the gods
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
|||
(3 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=nykterovios | |Transliteration C=nykterovios | ||
|Beta Code=nuktero/bios | |Beta Code=nuktero/bios | ||
|Definition= | |Definition=νυκτερόβιον, [[feeding by night]], ζῷα [[Aristotle|Arist.]]''[[Historia Animalium|HA]]''488a25. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=<i>bei [[Nacht]] [[lebend]]</i> oder <i>seinen [[Lebensunterhalt]] [[suchend]]</i>, Arist. <i>H.A</i>. 1.1.28. | |||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Latest revision as of 22:00, 24 November 2023
English (LSJ)
νυκτερόβιον, feeding by night, ζῷα Arist.HA488a25.
German (Pape)
bei Nacht lebend oder seinen Lebensunterhalt suchend, Arist. H.A. 1.1.28.
Russian (Dvoretsky)
νυκτερόβιος: ведущий ночной образ жизни (γλαῦξ Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
νυκτερόβιος: -ον, ὁ κατὰ τὴν νύκτα ζητῶν τὴν τροφήν του, γλαῦξ· Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 1, 28.
Greek Monolingual
-α, -ο (Α νυκτερόβιος, -ον)
(για ζώα) αυτός που ζει κατά τη διάρκεια της νύχτας ή αυτός που αναζητά την τροφή του τη νύχτα
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο νυκτερόβιος
εντομολ. η νυκτερίβια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νύκτερος + βίος. Η λ. με τη νεοελλ. σημ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. nycteribia].