προέμεν: Difference between revisions

From LSJ

ἰὼ, σκότος, ἐμὸν φάος, ἔρεβος ὦ φαεννότατον, ὡς ἐμοί, ἕλεσθ' ἕλεσθέ μ' οἰκήτορα → ah, darkness that is my light, gloom that is most bright for me, take me, take me to dwell in you

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προέμεν:''' Επικ. αντί <i>προεῖναι</i>, απαρ. αορ. βʹ του προΐημι.
|lsmtext='''προέμεν:''' Επικ. αντί <i>προεῖναι</i>, απαρ. αορ. βʹ του προΐημι.
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=προέμεν ep. inf. aor. act. van προΐημι.
|elnltext=προέμεν ep. inf. aor. act. van προΐημι.
}}
}}

Latest revision as of 09:40, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προέμεν Medium diacritics: προέμεν Low diacritics: προέμεν Capitals: ΠΡΟΕΜΕΝ
Transliteration A: proémen Transliteration B: proemen Transliteration C: proemen Beta Code: proe/men

English (LSJ)

Ep. aor. 2 inf. of προΐημι (q.v.).

French (Bailly abrégé)

inf. ao.2 épq. de προΐημι.

Russian (Dvoretsky)

προέμεν: эп. (= προεῖναι) inf. aor. 2 к προΐημι.

Greek (Liddell-Scott)

προέμεν: Ἐπικ. ἀόρ. β΄ ἀπαρ. τοῦ προΐημι, Ὀδ.· πρβλ. ἐξέμεν, ἐπιπροέμεν.

English (Autenrieth)

see προΐημι.

Greek Monotonic

προέμεν: Επικ. αντί προεῖναι, απαρ. αορ. βʹ του προΐημι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προέμεν ep. inf. aor. act. van προΐημι.