προεφίστημι: Difference between revisions
From LSJ
δύο ἀρνήσεις μίαν συγκατάθεσιν ποιοῦσι → two negatives make an affirmative
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=proefistimi | |Transliteration C=proefistimi | ||
|Beta Code=proefi/sthmi | |Beta Code=proefi/sthmi | ||
|Definition=[[call one's attention to beforehand]], π. τοὺς ἀκούοντας ἐπί τι | |Definition=[[call one's attention to beforehand]], π. τοὺς ἀκούοντας ἐπί τι Plb.10.2.1. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 11:43, 25 August 2023
English (LSJ)
call one's attention to beforehand, π. τοὺς ἀκούοντας ἐπί τι Plb.10.2.1.
German (Pape)
[Seite 722] (s. ἵστημι), vorher wohinstellen, worauf richten, wie Pol. προεπιστῆσαι τοὺς ἀκούοντας ἐπὶ τὴν φύσιν τοῦ ἀνδρός, die Leser vorher darauf aufmerksam machen, 10, 2, 1.
Russian (Dvoretsky)
προεφίστημι: настораживать, обращать внимание (τοὺς ἀκούοντας ἐπί τι Polyb.).
Greek (Liddell-Scott)
προεφίστημι: ἐφίστημι τὴν προσοχήν τινος εἴς τι πρότερον, πρ. τοὺς ἀκούοντας ἐπί τι Πολύβ. 10. 2, 1. ― Παθ., προεφίσταμαι, ἐφίσταμαι ἐνώπιόν τινος, Βoisson. Ἀνέκδ. 2. 453.
Greek Monolingual
Α
εφιστώ την προσοχή, καθιστώ προσεκτικό κάποιον εκ τών προτέρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + ἐφίστημι «κάνω κάποιον να προσέξει»].