σακχυφάντης: Difference between revisions

m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (LSJ1 replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=sakchyfantis
|Transliteration C=sakchyfantis
|Beta Code=sakxufa/nths
|Beta Code=sakxufa/nths
|Definition=ου, ὁ, (ὑφαίνω) [[one who weaves sackcloth]], [[sailmaker]], <span class="bibl">D.48.12</span>, <span class="title">IG</span>22.2403 (iv B.C.), <span class="bibl">Poll.10.191</span>, Hsch.; cf. [[σακκοϋφάντης]].
|Definition=σακχυφάντου, ὁ, ([[ὑφαίνω]]) [[one who weaves sackcloth]], [[sailmaker]], D.48.12, ''IG''22.2403 (iv B.C.), Poll.10.191, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]; cf. [[σακκοϋφάντης]].
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''σακχῠφάντης:''' ου ὁ изготовляющий мешковину Dem.
|elrutext='''σακχῠφάντης:''' ου ὁ [[изготовляющий мешковину]] Dem.
}}
}}
{{ls
{{ls

Latest revision as of 10:59, 25 August 2023

English (LSJ)

σακχυφάντου, ὁ, (ὑφαίνω) one who weaves sackcloth, sailmaker, D.48.12, IG22.2403 (iv B.C.), Poll.10.191, Hsch.; cf. σακκοϋφάντης.

German (Pape)

[Seite 859] ὁ, einer der Säcke, Durchschläge, Seihetücher, auch Kopfnetze (Poll. 10, 192) flicht, webt, Dem. 48, 12.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui tresse des poils de chèvres ou du crin ; fabricant de sacs, de tamis, de réseaux pour les cheveux, etc.
Étymologie: σάκκος, ὑφαίνω.

Russian (Dvoretsky)

σακχῠφάντης: ου ὁ изготовляющий мешковину Dem.

Greek (Liddell-Scott)

σακχῠφάντης: -ου, ὁ, (ὑφαίνω) ὁ ὑφαίνων σάκκον, «σακκιά», τρίχινον ὕφασμα, Δημ. 1170. 27, Πολυδ. Ι΄, 192.

Greek Monolingual

ὁ, Α
αυτός που υφαίνει σακιά ή τρίχινα υφάσματα, ο σακκοϋφάντης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάκκος + ὑφάντης (< ὑφαίνω), πρβλ. εριο-ϋφάντης, με τροπή του -κ- στο αντίστοιχο δασύ πριν από δασυνόμενη λ.].

Greek Monotonic

σακχῠφάντης: -ου, ὁ (σάκκος, ὑφαίνω), αυτός που υφαίνει ύφασμα από τρίχες κατσίκας, σακόπανα ή λινάτσες· αυτός που υφαίνει πανιά πλοίου, σε Δημ.

Middle Liddell

σακχ-ῠφάντης, ου, ὁ, σάκκος, ὑφαίνω
one who weaves sackcloth, a sailmaker, Dem.