σακκοϋφάντης

From LSJ

Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz

Menander, Monostichoi, 123
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σακκοϋφάντης Medium diacritics: σακκοϋφάντης Low diacritics: σακκοϋφάντης Capitals: ΣΑΚΚΟΫΦΑΝΤΗΣ
Transliteration A: sakkoüphántēs Transliteration B: sakkouphantēs Transliteration C: sakkoyfantis Beta Code: sakkou+fa/nths

English (LSJ)

σακκοϋφάντου, ὁ, saccarius, Glossaria; cf. σακχυφάντης.

Greek Monolingual

ὁ, ΜΑ
τεχνίτης που υφαίνει σάκους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάκκος + ὑφάντης (< ὑφαίνω), πρβλ. εριοϋφάντης].