φαντός: Difference between revisions

From LSJ

κύματα θαρσαλέως ποντοπόρει βιότου → the waves of life make bold furrows, travel boldly over the waves of life

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=fantos
|Transliteration C=fantos
|Beta Code=fanto/s
|Beta Code=fanto/s
|Definition=ή, όν, (φαίνομαι) [[visible]], <span class="bibl">Orph.<span class="title">Fr.</span>75</span>.
|Definition=φαντή, φαντόν, ([[φαίνομαι]]) [[visible]], Orph.''Fr.''75.
}}
}}
{{elru
{{elru

Latest revision as of 12:11, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φαντός Medium diacritics: φαντός Low diacritics: φαντός Capitals: ΦΑΝΤΟΣ
Transliteration A: phantós Transliteration B: phantos Transliteration C: fantos Beta Code: fanto/s

English (LSJ)

φαντή, φαντόν, (φαίνομαι) visible, Orph.Fr.75.

Russian (Dvoretsky)

φαντός: adj. verb. к φαίνω.

Greek (Liddell-Scott)

φαντός: -ή, -όν, (φαίνομαι) ὁρατός, Ὀρφ. ἐν τῷ Ἐτυμ. Μ. 787. 29. ΙΙ. (φημὶ) φαντόν, ὃ δύναταί τις νὰ εἴπῃ, ὥς κε μάθῃ τά τε φαντὰ τά τε οὐ φατὰ γλῶσσα φυλάσσειν Γρηγ. Ναζ. τ. 2, σ. 130, 127.

Greek Monolingual

(I)
-ή, -όν, Α
αυτός που φαίνεται, ορατός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φᾰν- του φαίνω + κατάλ. -τός].
(II)
ή, -όν, Α
αυτός που μπορεί να λεχθεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φα(ν)- του φημί (πρβλ. φάσις)].
(III)
-ή, -ό, Ν
βλ. υφαντός.