Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

χιονοβόλος: Difference between revisions

From LSJ

Δόλιον γὰρ ἄνδρα φεῦγε παρ' ὅλον τὸν βίον → Dum vivis, insidiosos curriculo fuge → Den Hinterhältigen fliehe, dein ganzes Leben lang

Menander, Monostichoi, 131
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=chionovolos
|Transliteration C=chionovolos
|Beta Code=xionobo/los
|Beta Code=xionobo/los
|Definition=ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[snowy]], χ. ὥρα Plu.2.182e. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> <b class="b3">χιονόβολος, ον,</b> [[snow-covered]], ὄρη <span class="bibl">Str.9.2.25</span>; cf. [[χιονόβλητος]].</span>
|Definition=χιονοβόλον,<br><span class="bld">A</span> [[snowy]], χ. ὥρα Plu.2.182e.<br><span class="bld">II</span> <b class="b3">χιονόβολος, ον,</b> [[snow-covered]], ὄρη Str.9.2.25; cf. [[χιονόβλητος]].
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 10:56, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χῐονοβόλος Medium diacritics: χιονοβόλος Low diacritics: χιονοβόλος Capitals: ΧΙΟΝΟΒΟΛΟΣ
Transliteration A: chionobólos Transliteration B: chionobolos Transliteration C: chionovolos Beta Code: xionobo/los

English (LSJ)

χιονοβόλον,
A snowy, χ. ὥρα Plu.2.182e.
II χιονόβολος, ον, snow-covered, ὄρη Str.9.2.25; cf. χιονόβλητος.

German (Pape)

[Seite 1356] Schnee werfend, schneiend, ὥρα Plut. reg. apophth. p. 107; – χιονόβολος, mit Schnee beworfen, beschnei't, Sp.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui répand ou amène la neige.
Étymologie: χιών, βάλλω.

Russian (Dvoretsky)

χιονοβόλος: сыплющий снегом, т. е. снежный (ὥρα Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

χιονοβόλος: -ον, ὁ βάλλων χιόνα, χιονίζων, χιονώδης, χιονοβόλος ἡ ὥρα γινομένη λιποβοτανεῖν ἐποίησε τὴν χώραν Πλούτ. 2. 18. Ε. ΙΙ. χιονόβολος, ον, βεβλημένος ὑπὸ χιόνος, χιονόβλητος, κεκαλυμμένος ὑπὸ χιόνος, ὄρη Στράβ. 409, πρβλ. χιονόβατος.

Greek Monolingual

-α, -ο / χιονοβόλος, -ον, ΝΜΑ, θηλ. και -ος Ν
αυτός που ρίχνει χιόνι, που χιονίζει
νεοελλ.
φρ. «χιονοβόλος ημέρα» — ημέρα κατά την οποία χιονίζει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χιών, χιόνος + -βόλος (< βόλος < βάλλω), πρβλ. φυλλο-βόλος, χαλαζο-βόλος.