ἐνδεσμεύω: Difference between revisions
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (Text replacement - "D.S." to "D.S.") |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=endesmeyo | |Transliteration C=endesmeyo | ||
|Beta Code=e)ndesmeu/w | |Beta Code=e)ndesmeu/w | ||
|Definition=[[bind to]] or | |Definition=[[bind to]] or in, τινὰς εἰς καταπέλτας [[Diodorus Siculus|D.S.]]20.71:—Pass., Dsc.''Eup.''1.146; τῇ Χέρσῳ [[Diodorus Siculus|D.S.]]3.40. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[atar]], [[sujetar]] τοὺς δὲ εἰς τοὺς καταπέλτας ἐνδεσμεύων ... κατετόξευσε D.S.20.71.<br /><b class="num">2</b> [[envolver]] τοῦτον (ἐρέβινθον) ... ὀθονίῳ Dsc.<i>Eup</i>.1.167.1, αὐτὸν (τὸν τάριχον) ... εἰς χάρτην Gal.14.444, en v. pas. ῥίζα ... ἐνδεσμευομένη κυτίδι Dsc.<i>Eup</i>.1.146.<br /><b class="num">3</b> [[encerrar]], [[aprisionar]] en v. pas. ὥστε ... τὸ σκάφος ... ἐνδεσμεύεσθαι τῇ χέρσῳ D.S.3.40, εἴς τινα θηρίων ἐνδεσμεύονται σώματα Iust.Phil.<i>Dial</i>.4.6. | |dgtxt=<b class="num">1</b> [[atar]], [[sujetar]] τοὺς δὲ εἰς τοὺς καταπέλτας ἐνδεσμεύων ... κατετόξευσε [[Diodorus Siculus|D.S.]]20.71.<br /><b class="num">2</b> [[envolver]] τοῦτον (ἐρέβινθον) ... ὀθονίῳ Dsc.<i>Eup</i>.1.167.1, αὐτὸν (τὸν τάριχον) ... εἰς χάρτην Gal.14.444, en v. pas. ῥίζα ... ἐνδεσμευομένη κυτίδι Dsc.<i>Eup</i>.1.146.<br /><b class="num">3</b> [[encerrar]], [[aprisionar]] en v. pas. ὥστε ... τὸ σκάφος ... ἐνδεσμεύεσθαι τῇ χέρσῳ [[Diodorus Siculus|D.S.]]3.40, εἴς τινα θηρίων ἐνδεσμεύονται σώματα Iust.Phil.<i>Dial</i>.4.6. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 08:00, 27 March 2024
English (LSJ)
bind to or in, τινὰς εἰς καταπέλτας D.S.20.71:—Pass., Dsc.Eup.1.146; τῇ Χέρσῳ D.S.3.40.
Spanish (DGE)
1 atar, sujetar τοὺς δὲ εἰς τοὺς καταπέλτας ἐνδεσμεύων ... κατετόξευσε D.S.20.71.
2 envolver τοῦτον (ἐρέβινθον) ... ὀθονίῳ Dsc.Eup.1.167.1, αὐτὸν (τὸν τάριχον) ... εἰς χάρτην Gal.14.444, en v. pas. ῥίζα ... ἐνδεσμευομένη κυτίδι Dsc.Eup.1.146.
3 encerrar, aprisionar en v. pas. ὥστε ... τὸ σκάφος ... ἐνδεσμεύεσθαι τῇ χέρσῳ D.S.3.40, εἴς τινα θηρίων ἐνδεσμεύονται σώματα Iust.Phil.Dial.4.6.
German (Pape)
[Seite 832] anbinden, D. Sic. 3, 40. 20, 71.
Russian (Dvoretsky)
ἐνδεσμεύω: привязывать, прикреплять (τινί и εἴς τι Diod.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐνδεσμεύω: ἐνδέω, δένω εἴς τι, τό σκάφος... ἐνδεσμεύεσθαι τῇ χέρσῳ Διόδ. 30. 40· τοὺς δὲ εἰς τοὺς καταπέλτας ἐνδεσμεύων κατετόξευεν ὁ αὐτ. 20. 71· -«ἐνδούμενοι· ἐνδεσμεύοντες» Ἡσύχ.