ὀνειδείη: Difference between revisions
From LSJ
Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=oneideii | |Transliteration C=oneideii | ||
|Beta Code=o)neidei/h | |Beta Code=o)neidei/h | ||
|Definition=ἡ, poet. for ὄνειδος, μεσάτοισιν ὀνειδείην ἐπέλασσε | |Definition=ἡ, ''poet.'' for ὄνειδος, μεσάτοισιν ὀνειδείην ἐπέλασσε Nic. ''Al.''408. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 11:51, 25 August 2023
English (LSJ)
ἡ, poet. for ὄνειδος, μεσάτοισιν ὀνειδείην ἐπέλασσε Nic. Al.408.
German (Pape)
[Seite 345] ἡ, poet. = ὄνειδος, Hom. ep. 4, 12.
Russian (Dvoretsky)
ὀνειδείη: ἡ ион. = ὄνειδος.
Greek (Liddell-Scott)
ὀνειδείη: ἡ, ποιητ. ἀντὶ ὄνειδος, Ὁμ. Ἐπιγράμμ. 4. 12.
Greek Monolingual
ὀνειδείη, ἡ (Α) (ποιητ. τ.) όνειδος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητικός σχηματισμός από το επίθ. ὀνείδειος (πρβλ. ελεγχείη: έλεγχος)].