ἐντεροπώλης: Difference between revisions
From LSJ
μὴ μόνον τοὺς ἁμαρτάνοντας κόλαζε, ἀλλὰ καὶ τοὺς μέλλοντας κώλυε → punish not only those who do wrong, but those who intend to do so
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}})" to "$1$3 $2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=enteropolis | |Transliteration C=enteropolis | ||
|Beta Code=e)nteropw/lhs | |Beta Code=e)nteropw/lhs | ||
|Definition= | |Definition=ἐντεροπώλου, ὁ, [[tripe-seller]], AB379. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Latest revision as of 09:45, 25 August 2023
English (LSJ)
ἐντεροπώλου, ὁ, tripe-seller, AB379.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ vendedor de tripas, tripicallero, AB 379.
German (Pape)
[Seite 855] ὁ, der mit Eingeweiden, mit Wurst handelt, VLL. Erkl. von ἀλλαντοπ.
Greek (Liddell-Scott)
ἐντεροπώλης: -ου, ὁ, ὁ πωλῶν ἔντερα ἢ ἐν γένει ἐντόσθια, ἐν τοῖς Α. Β. 379, 10, τὸ ἀλλαντοπώλης ἑρμηνεύεται ἐντεροπώλης· ἐπὶ τῆς αὐτῆς ἐννοίας ἐντεροπράτης ᾰ, ου, ὁ, «ἀλλᾶς εἶδος ἐντέρου κατεσκευασμένου, καὶ ἀλλαντοπώλης ὁ ἐντεροπράτης» Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἱππ. 155.