ρύσιον: Difference between revisions
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
(CSV import) Tags: Mobile edit Mobile web edit |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και δωρ. τ. [[ῥύτιον]], τὸ, Α [[ῥυτός]] (ΙΙ)]<br /><b>1.</b> αυτό που αρπάζεται και σύρεται με τη βία και, ειδικότερα: α) το [[λάφυρο]], η [[λεία]] («ὀφλὼν γὰρ ἁρπαγῆς τε καὶ κλοπῆς [[δίκην]] τοῦ ῥυσίου θ'ἥμαρτε», <b>Αισχύλ.</b>)<br />β) αυτό που λαμβάνεται ή κρατείται ως [[εγγύηση]], το [[ενέχυρο]] («[[ῥύσιον]] θεὶς τὸν | |mltxt=και δωρ. τ. [[ῥύτιον]], τὸ, Α [[ῥυτός]] (ΙΙ)]<br /><b>1.</b> αυτό που αρπάζεται και σύρεται με τη βία και, ειδικότερα: α) το [[λάφυρο]], η [[λεία]] («ὀφλὼν γὰρ ἁρπαγῆς τε καὶ κλοπῆς [[δίκην]] τοῦ ῥυσίου θ'ἥμαρτε», <b>Αισχύλ.</b>)<br />β) αυτό που λαμβάνεται ή κρατείται ως [[εγγύηση]], το [[ενέχυρο]] («[[ῥύσιον]] θεὶς τὸν παῖδα», <b>Ιώσ.</b>)<br />γ) αυτό που λαμβάνεται ως [[αποζημίωση]] («φόνου φόνον [[ῥύσιον]] τείσω», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> τὰ [[ῥύσια]]<br />α) [[απαίτηση]] αποζημίωσης για πρόσωπα ή πράγματα που αρπάχθηκαν ή καταλήφθηκαν με τη βία<br />β) [[αντίποινα]] («[[ῥύσια]] κατήγγειλαν τοῖς Ῥοδίοις», <b>Πολ.</b>). | ||
}} | }} | ||
{{mantoulidis | {{mantoulidis | ||
|mantxt=(=[[λάφυρο]], [[ἐνέχυρο]]). Ἀπό τό [[ρύομαι]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. | |mantxt=(=[[λάφυρο]], [[ἐνέχυρο]]). Ἀπό τό [[ρύομαι]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 14:50, 6 February 2024
Greek Monolingual
και δωρ. τ. ῥύτιον, τὸ, Α ῥυτός (ΙΙ)]
1. αυτό που αρπάζεται και σύρεται με τη βία και, ειδικότερα: α) το λάφυρο, η λεία («ὀφλὼν γὰρ ἁρπαγῆς τε καὶ κλοπῆς δίκην τοῦ ῥυσίου θ'ἥμαρτε», Αισχύλ.)
β) αυτό που λαμβάνεται ή κρατείται ως εγγύηση, το ενέχυρο («ῥύσιον θεὶς τὸν παῖδα», Ιώσ.)
γ) αυτό που λαμβάνεται ως αποζημίωση («φόνου φόνον ῥύσιον τείσω», Σοφ.)
2. στον πληθ. τὰ ῥύσια
α) απαίτηση αποζημίωσης για πρόσωπα ή πράγματα που αρπάχθηκαν ή καταλήφθηκαν με τη βία
β) αντίποινα («ῥύσια κατήγγειλαν τοῖς Ῥοδίοις», Πολ.).
Mantoulidis Etymological
(=λάφυρο, ἐνέχυρο). Ἀπό τό ρύομαι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.