μυροβραχής: Difference between revisions

From LSJ

μὴ εἰσενέγκῃς ἡμᾶς εἰς πειρασμόν → lead us not into temptation

Source
m (Text replacement - "<span class="bibl">LXX" to "<span class="bibl">LXX")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=myrovrachis
|Transliteration C=myrovrachis
|Beta Code=murobraxh/s
|Beta Code=murobraxh/s
|Definition=or μῠρο-βρεχής, ές, (βρέχω) [[wet with unguent]], κόμη <span class="bibl">[[LXX]] <span class="title">3 Ma.</span>4.6</span>, cf. <span class="bibl">Suet. <span class="title">Aug.</span>86</span>:—also μῠρό-βροχος, ον, <span class="bibl">Ps.-Callisth.3.16</span>.
|Definition=or [[μυροβρεχής]], ές, ([[βρέχω]]) [[wet with unguent]], κόμη [[LXX]] ''3 Ma.''4.6, cf. Suet. ''Aug.''86:—also [[μυρόβροχος]], ον, Ps.-Callisth.3.16.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μυροβραχής]] και [[μυροβρεχής]], -ές (Α)<br />([[ιδίως]] για τα μαλλιά) αυτός που [[είναι]] βρεγμένος, αρωματισμένος με [[μύρο]] («καὶ κόνει τὴν μυροβραχῆ πεφυρμέναι κόμην», ΠΔ).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μύρον]] <span style="color: red;">+</span> -<i>βραχής</i> / -<i>βρεχής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βρέχω]])].
|mltxt=[[μυροβραχής]] και [[μυροβρεχής]], -ές (Α)<br />([[ιδίως]] για τα μαλλιά) αυτός που [[είναι]] βρεγμένος, αρωματισμένος με [[μύρο]] («καὶ κόνει τὴν μυροβραχῆ πεφυρμέναι κόμην», ΠΔ).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μύρον]] <span style="color: red;">+</span> -<i>βραχής</i> / -<i>βρεχής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βρέχω]])].
}}
}}

Latest revision as of 11:07, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῠροβρᾰχής Medium diacritics: μυροβραχής Low diacritics: μυροβραχής Capitals: ΜΥΡΟΒΡΑΧΗΣ
Transliteration A: myrobrachḗs Transliteration B: myrobrachēs Transliteration C: myrovrachis Beta Code: murobraxh/s

English (LSJ)

or μυροβρεχής, ές, (βρέχω) wet with unguent, κόμη LXX 3 Ma.4.6, cf. Suet. Aug.86:—also μυρόβροχος, ον, Ps.-Callisth.3.16.

Greek Monolingual

μυροβραχής και μυροβρεχής, -ές (Α)
(ιδίως για τα μαλλιά) αυτός που είναι βρεγμένος, αρωματισμένος με μύρο («καὶ κόνει τὴν μυροβραχῆ πεφυρμέναι κόμην», ΠΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύρον + -βραχής / -βρεχής (< βρέχω)].