κεκαδήσω: Difference between revisions
Καλὸν δὲ καὶ γέροντι μανθάνειν σοφά → Addiscere aliquid digna res etiam seni → Auch einem Greis ist etwas Weises lernen Zier
m (pape replacement) |
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=v. [[κήδω]];<br />v. [[χάζω]]. | |btext=v. [[κήδω]];<br />v. [[χάζω]]. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=fut. zu [[κήδω]]. | |||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κεκᾰδήσω:''' Επικ. μέλ. του [[χάζω]]. | |lsmtext='''κεκᾰδήσω:''' Επικ. μέλ. του [[χάζω]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 12:32, 30 November 2022
English (LSJ)
κεκάδοντο, κεκαδών, v. χάζομαι:—but for κεκαδήσομαι, v. κήδω:—for κεκαδδίχθαι, v. κάδδιχος. κεκαδμένος, v. καίνυμαι.
French (Bailly abrégé)
German (Pape)
fut. zu κήδω.
Russian (Dvoretsky)
κεκαδήσω:
I эп. fut. 2 к κήδω.
II эп. fut. к χάζω.
Greek (Liddell-Scott)
κεκᾰδήσω: κεκάδοντο, κεκαδών, ἴδε ἐν λέξ. χάζομαι·‒ ἀλλὰ περὶ τοῦ κεκαδήσομαι ἴδε ἐν λέξ. κήδω.
Greek Monolingual
κεκαδήσω (Α)
θα αποστερήσω («ἀριστῆας κεκαδήσει θυμοῦ και ψυχῆς», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο μέλλ. κεκαδήσω και ο αόρ. κέκαδον απαντούν στους επικ. ποιητές ως ρηματ. τ. του ρ. χάζω «αποστερώ», με το οποίο όμως δεν συνδέονται ετυμολογικά. Οι τ. αυτοί συνδέονται πιθ. με αρχ. ινδ. kadana-, ενώ, κατ' άλλους, με το ρ. κήδω «φροντίζω»].
Greek Monotonic
κεκᾰδήσω: Επικ. μέλ. του χάζω.