σφαιριστής: Difference between revisions

From LSJ

Ξίφος τιτρώσκει σῶμα, τὸν δὲ νοῦν λόγος → Ut corpus ensis, verba mentem sauciant → Das Schwert verletzt den Körper, doch den Sinn das Wort

Menander, Monostichoi, 393
m (pape replacement)
m (LSJ1 replacement)
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=sfairistis
|Transliteration C=sfairistis
|Beta Code=sfairisth/s
|Beta Code=sfairisth/s
|Definition=οῦ, ὁ, [[ball-player]], Antig.Car. ap. <span class="bibl">Ath.12.548b</span>, <span class="title">AP</span>5.213 (Mel.).
|Definition=σφαιριστοῦ, ὁ, [[ball-player]], Antig.Car. ap. Ath.12.548b, ''AP''5.213 (Mel.).
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=σφαιριστής -οῦ, ὁ, Dor. σφαιριστάς [σφαιρίζω] balspeler.
|elnltext=σφαιριστής -οῦ, ὁ, Dor. σφαιριστάς [σφαιρίζω] [[balspeler]].
}}
{{pape
|ptext=ὁ, <i>der [[Ballspieler]]</i>; [[ἔρως]], Mel. 97 (V.2141; Antigon. Car. bei Ath. 548b.
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 21: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, ΝΜΑ, και θηλ. σφαιρίστρια Ν [[σφαφίζω]]<br />αυτός που συμμετέχει σε [[παιχνίδι]] που παίζεται με σφαίρες<br /><b>νεοελλ.</b><br />ο [[παίκτης]] μπιλιάρδου.
|mltxt=ο, ΝΜΑ, και θηλ. σφαιρίστρια Ν [[σφαφίζω]]<br />αυτός που συμμετέχει σε [[παιχνίδι]] που παίζεται με σφαίρες<br /><b>νεοελλ.</b><br />ο [[παίκτης]] μπιλιάρδου.
}}
{{pape
|ptext=ὁ, <i>der [[Ballspieler]]</i>; [[ἔρως]], Mel. 97 (V.2141; Antigon. Car. bei Ath. 548b.
}}
}}

Latest revision as of 11:42, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σφαιριστής Medium diacritics: σφαιριστής Low diacritics: σφαιριστής Capitals: ΣΦΑΙΡΙΣΤΗΣ
Transliteration A: sphairistḗs Transliteration B: sphairistēs Transliteration C: sfairistis Beta Code: sfairisth/s

English (LSJ)

σφαιριστοῦ, ὁ, ball-player, Antig.Car. ap. Ath.12.548b, AP5.213 (Mel.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σφαιριστής -οῦ, ὁ, Dor. σφαιριστάς [σφαιρίζω] balspeler.

German (Pape)

ὁ, der Ballspieler; ἔρως, Mel. 97 (V.2141; Antigon. Car. bei Ath. 548b.

Russian (Dvoretsky)

σφαιριστής: οῦ ὁ играющий в мяч Anth.

Greek (Liddell-Scott)

σφαιριστής: -οῦ, ὁ, σφαιρίζων, ὁ παίζων τὴν παιδιὰν τῆς σφαίρας, σφαιριστὰν τὸν Ἔρωτα τρέφω Ἀνθ. Π. 5. 214, Ἀντίγ. Καρ. παρ’ Ἀθην. 548Β.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ, και θηλ. σφαιρίστρια Ν σφαφίζω
αυτός που συμμετέχει σε παιχνίδι που παίζεται με σφαίρες
νεοελλ.
ο παίκτης μπιλιάρδου.