κατάρριζος: Difference between revisions

From LSJ

πενία μόνα τὰς τέχνας ἐγείρει → poverty alone promotes skilled work, necessity is the mother of invention, necessity is the mother of all invention, poverty is the mother of invention, out of necessity comes invention, out of necessity came invention, frugality is the mother of invention

Source
m (pape replacement)
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=katarrizos
|Transliteration C=katarrizos
|Beta Code=kata/rrizos
|Beta Code=kata/rrizos
|Definition=ον, [[having roots below]], <span class="bibl">Thphr.<span class="title">HP</span>1.6.8</span>.
|Definition=κατάρριζον, [[having roots below]], [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Historia Plantarum|HP]]'' 1.6.8.
}}
}}
{{ls
{{ls

Latest revision as of 11:40, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατάρριζος Medium diacritics: κατάρριζος Low diacritics: κατάρριζος Capitals: ΚΑΤΑΡΡΙΖΟΣ
Transliteration A: katárrizos Transliteration B: katarrizos Transliteration C: katarrizos Beta Code: kata/rrizos

English (LSJ)

κατάρριζον, having roots below, Thphr. HP 1.6.8.

Greek (Liddell-Scott)

κατάρριζος: -ον, πλήρης ῥιζῶν, καλῶς ἐρριζωμένος, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 6, 8.

Greek Monolingual

και κατάριζος, -η, -ο (AM κατάρριζος, -ον)
(για φυτά) αυτός που έχει πολλές και μεγάλες ρίζες οι οποίες εισχωρούν βαθιά στη γη.
επίρρ...
κατάρριζα και κατάριζα (Μ κατάρριζα)
νεοελλ.
1. από τη ρίζα, σύρριζα
2. στη ρίζα του βουνού, στη βάση
μσν.
δίπλα στη ρίζα.

German (Pape)

mit Wurzeln versehen, eingewurzelt, Theophr.