μωμοσκόπος: Difference between revisions

From LSJ

ἐκ Χάεος δ' Ἔρεβός τε μέλαινά τε Νὺξ ἐγένοντο... (Hesiod's Theogony 123) → From Chasm, Erebos and black Night came to be...

Source
m (pape replacement)
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=momoskopos
|Transliteration C=momoskopos
|Beta Code=mwmosko/pos
|Beta Code=mwmosko/pos
|Definition=ον, [[looking for blemishes]] in sacrificial victims, <span class="bibl">Ph.1.320</span>.
|Definition=μωμοσκόπον, [[looking for blemishes]] in sacrificial victims, Ph.1.320.
}}
}}
{{ls
{{ls

Latest revision as of 11:49, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μωμοσκόπος Medium diacritics: μωμοσκόπος Low diacritics: μωμοσκόπος Capitals: ΜΩΜΟΣΚΟΠΟΣ
Transliteration A: mōmoskópos Transliteration B: mōmoskopos Transliteration C: momoskopos Beta Code: mwmosko/pos

English (LSJ)

μωμοσκόπον, looking for blemishes in sacrificial victims, Ph.1.320.

Greek (Liddell-Scott)

μωμοσκόπος: -ον, ὁ παρατηρῶν πρὸς ἀνεύρεσιν μώμων ἢ ἐλλείψεων ἐν τοῖς πρὸς θυσίαν ὡρισμένοις ζῴοις· καθόλου, ἐπικρίνων, ἐξετάζων κριτικῶς, Φίλων 1. 320, Κλήμ. Ἀλ. 617.

Greek Monolingual

-ο (Α μωμοσκόπος, -ον)
(γενικά) αυτός που αρέσκεται να αναζητά ελαττώματα στους άλλους, φιλόψογος, φιλοκατήγορος
αρχ.
αυτός που εξέταζε τα προοριζόμενα για θυσία ζώα για να δει αν έχουν κανένα ελάττωμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῶμος + -σκόπος].

German (Pape)

s. s.v. μωμοσκοπέω.