πλήμμη: Difference between revisions

From LSJ

πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher

Source
(a)
 
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0633.png Seite 633]] ἡ, s. [[πλήμη]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0633.png Seite 633]] ἡ, s. [[πλήμη]].
}}
{{elru
|elrutext='''πλήμμη:''' и [[πλήμη]] ἡ Polyb., Diod. = [[πλήσμη]].
}}
{{ls
|lstext='''πλήμμη''': ἡ, ἴδε [[πλήμη]].
}}
{{grml
|mltxt=και [[πλήμη]], η, ΝΜΑ, και [[πλήσμη]] Α<br />η [[πλημμυρίδα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[πλήμη]] <span style="color: red;"><</span> θ. <i>πλη</i>- του <i>πίμ</i>-<i>πλη</i>-<i>μι</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>μη</i>, ο τ. [[πλήσμη]] <span style="color: red;"><</span> θ. <i>πλησ</i>- (<b>πρβλ.</b> παθ. αόρ. <i>ἐ</i>-<i>πλήσ</i>-<i>θην</i>), ενώ ο τ. [[πλήμμη]] κατ' [[επίδραση]] του τ. [[πλημμυρίς]].
}}
}}

Latest revision as of 15:20, 3 October 2022

German (Pape)

[Seite 633] ἡ, s. πλήμη.

Russian (Dvoretsky)

πλήμμη: и πλήμη ἡ Polyb., Diod. = πλήσμη.

Greek (Liddell-Scott)

πλήμμη: ἡ, ἴδε πλήμη.

Greek Monolingual

και πλήμη, η, ΝΜΑ, και πλήσμη Α
η πλημμυρίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πλήμη < θ. πλη- του πίμ-πλη-μι + κατάλ. -μη, ο τ. πλήσμη < θ. πλησ- (πρβλ. παθ. αόρ. -πλήσ-θην), ενώ ο τ. πλήμμη κατ' επίδραση του τ. πλημμυρίς.