ἄϊρος: Difference between revisions

From LSJ

ἡδονήν, μέγιστον κακοῦ δέλεαρ → pleasure, the greatest incitement to evildoing | pleasure, a most mighty lure to evil | pleasure, the great bait to evil

Source
m (Text replacement - "Apoll" to "Apoll")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(btext.*?)’([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)" to "$1'$2")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=Ἶρος : infortuné Iros, <i>litt.</i> Iros qui n’est plus Iros.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], Ἶρος.
|btext=Ἶρος : infortuné Iros, <i>litt.</i> Iros qui n'est plus Iros.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], Ἶρος.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἄϊρος''': [ῑ], ὁ, Ὀδ. Σ. 73. [[Ἶρος]] [[ἄϊρος]], = [[Ἶρος]] [[δυστυχής]], [[Ἶρος]], λογοπαίγνιον ἐπὶ τοῦ ὀνόματος [[αὐτοῦ]], ὅμοιον τῷ δῶρα ἄδωρα, πρβλ. [[Δύσπαρις]], [[Κακοΐλιος]].
|lstext='''ἄϊρος''': [ῑ], ὁ, Ὀδ. Σ. 73. [[Ἶρος]] [[ἄϊρος]], = [[Ἶρος]] [[δυστυχής]], [[Ἶρος]], λογοπαίγνιον ἐπὶ τοῦ ὀνόματος αὐτοῦ, ὅμοιον τῷ δῶρα ἄδωρα, πρβλ. [[Δύσπαρις]], [[Κακοΐλιος]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Latest revision as of 22:35, 11 December 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄϊρος Medium diacritics: ἄϊρος Low diacritics: άιρος Capitals: ΑΙΡΟΣ
Transliteration A: áïros Transliteration B: airos Transliteration C: airos Beta Code: a)/i+ros

English (LSJ)

ὁ, only in phrase Ἶρος ἄιρος Irus, unhappy Irus, Od. 18.73.

Spanish (DGE)

• Prosodia: [-ῑ-]
1 miserable Iro Ἵρος Ἄϊρος Od.18.73
interpr. por los gram. como desgraciado, infortunado Ἄϊρος· ἐπὶ κακῷ Ἶρος ὠνομασμένος Apollon.Lex.α 185, cf. Eust.1837.62, ἄειρος· δυστυχής Hsch., τὸν λίαν πτωχὸν ... ἄϊρον λέγουσιν Eust.1834.47.
2 v. ἄειρος.

French (Bailly abrégé)

Ἶρος : infortuné Iros, litt. Iros qui n'est plus Iros.
Étymologie: , Ἶρος.

Greek (Liddell-Scott)

ἄϊρος: [ῑ], ὁ, Ὀδ. Σ. 73. Ἶρος ἄϊρος, = Ἶρος δυστυχής, Ἶρος, λογοπαίγνιον ἐπὶ τοῦ ὀνόματος αὐτοῦ, ὅμοιον τῷ δῶρα ἄδωρα, πρβλ. Δύσπαρις, Κακοΐλιος.

Greek Monotonic

ἄϊρος: [ῑ], ὁ, σε Ομήρ. Οδ. Σ. 73 Ἶρος ἄϊρος, Ίρος δυστυχής, Ίρος· — λογοπαίγνιο στο όνομα του Ίρου, όπως το δῶρα ἄδωρα.

German (Pape)

ὁ, Od. 18.73, scherzhafte Negation des Namens Iros, Ἶρος Ἄϊρος Iros der kein Iros ist, Unglücks-Iros, Apoll. Lex.Hom. 18.16 ἐπὶ κακῷ Ἶρος ὠνομασμένος. Vgl. Δύσπαρις Il. 3.39, 13.769, Κακοίλιος Od. 19.260, 597, 23.19.