κοινοχρηστία: Difference between revisions
From LSJ
Ὁ αὐτὸς ἔφησε τὸν μὲν ὕπνον ὀλιγοχρόνιον θάνατον, τὸν δὲ θάνατον πολυχρόνιον ὕπνον → Plato said that sleep was a short-lived death but death was a long-lived sleep
(a) |
(21) |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1469.png Seite 1469]] ἡ, = Vorigem, v. l. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1469.png Seite 1469]] ἡ, = Vorigem, v. l. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''κοινοχρηστία''': ἡ, κοινὴ [[χρῆσις]] ἢ [[χρησιμότης]], Οἰκουμεν. εἰς Πράξ. Ἀποστ. (κατὰ Schneid. ἀντὶ -χρησία). | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κοινοχρηστία]], ἡ (Μ) [[κοινόχρηστος]]<br /><b>1.</b> η [[κοινή]] [[χρήση]] κάποιου πράγματος<br /><b>2.</b> η [[κοινή]] [[χρησιμότητα]], η [[κοινή]] [[ωφέλεια]] από ένα [[πράγμα]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 06:41, 29 September 2017
German (Pape)
[Seite 1469] ἡ, = Vorigem, v. l.
Greek (Liddell-Scott)
κοινοχρηστία: ἡ, κοινὴ χρῆσις ἢ χρησιμότης, Οἰκουμεν. εἰς Πράξ. Ἀποστ. (κατὰ Schneid. ἀντὶ -χρησία).
Greek Monolingual
κοινοχρηστία, ἡ (Μ) κοινόχρηστος
1. η κοινή χρήση κάποιου πράγματος
2. η κοινή χρησιμότητα, η κοινή ωφέλεια από ένα πράγμα.