ἑξάχορδος: Difference between revisions

From LSJ

ἄμπελον κόπτοντες τὴν περὶ τὸ ἱερὸν ἐσέβαλλον καὶ λίθους — → cutting down the vines 'round the sanctuary, they threw in rocks as well

Source
(a)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0874.png Seite 874]] sechssaitig, Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0874.png Seite 874]] sechssaitig, Sp.
}}
{{ls
|lstext='''ἑξάχορδος''': -ον, ὁ ἔχων ἓξ χορδάς, ἐν ἑξαχόρδῳ κιθάρᾳ Ἀνώνυμ. π. τοῦ Ἁγ. Θεοδ. 19, σ.18.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Μ [[ἑξάχορδος]], -ον)<br />αυτός που έχει έξι χορδές<br /><b>μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἑξάχορδον</i><br />[[κλίμακα]] έξι φθόγγων με ένα [[ημιτόνιο]] στη [[μέση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>εξα</i>- <span style="color: red;"><</span> <i>ἕξ</i> ([[πρβλ]]. [[εξάγραμμα]]) <span style="color: red;">+</span> [[χορδή]].
}}
}}

Latest revision as of 16:06, 23 August 2021

German (Pape)

[Seite 874] sechssaitig, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἑξάχορδος: -ον, ὁ ἔχων ἓξ χορδάς, ἐν ἑξαχόρδῳ κιθάρᾳ Ἀνώνυμ. π. τοῦ Ἁγ. Θεοδ. 19, σ.18.

Greek Monolingual

-η, -ο (Μ ἑξάχορδος, -ον)
αυτός που έχει έξι χορδές
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ἑξάχορδον
κλίμακα έξι φθόγγων με ένα ημιτόνιο στη μέση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξα- < ἕξ (πρβλ. εξάγραμμα) + χορδή.