τρίστιχος: Difference between revisions

From LSJ

Οὐκ ἔστιν εὑρεῖν βίον ἄλυπον οὐδενός → Vacuam invenire non datur vitam malis → Kein Leben lässt sich finden frei von jedem Leid

Menander, Monostichoi, 419
(b)
m (LSJ1 replacement)
 
(10 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=tristichos
|Transliteration C=tristichos
|Beta Code=tri/stixos
|Beta Code=tri/stixos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[τρίστοιχος]], [[κριθαί]] <b class="b2">three-row</b> barley, <span class="title">Placit.</span>5.10.2.</span>
|Definition=τρίστιχον, = [[τρίστοιχος]], [[κριθαί]] [[three-row]] barley, ''[[Placita Philosophorum|Placit.]]''5.10.2.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1148.png Seite 1148]] von drei Reihen, Zeilen, Versen, Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1148.png Seite 1148]] von drei Reihen, Zeilen, Versen, Sp.
}}
{{elru
|elrutext='''τρίστῐχος:''' [[трехрядный]] (κριθαί Plut.).
}}
{{ls
|lstext='''τρίστῐχος''': -ον, = [[τρίστοιχος]], κριθαὶ τρ., ἐκ τριῶν σειρῶν, Πλούτ. 2. 906Β.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[τρίστιχος]], -ον, ΝΜΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για [[ποίημα]] ή [[στροφή]] ποιήματος) αυτός που αποτελείται από [[τρεις]] στίχους<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το τρίστιχο</i>- [[ποίημα]] ή [[στροφή]] ποιήματος από [[τρεις]] στίχους<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />αυτός που απαρτίζεται από [[τρεις]] σειρές (α. «τρίστιχοι κριθαί», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[στίχος]] ([[πρβλ]]. [[πεντάστιχος]])].
}}
}}

Latest revision as of 11:23, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρίστῐχος Medium diacritics: τρίστιχος Low diacritics: τρίστιχος Capitals: ΤΡΙΣΤΙΧΟΣ
Transliteration A: trístichos Transliteration B: tristichos Transliteration C: tristichos Beta Code: tri/stixos

English (LSJ)

τρίστιχον, = τρίστοιχος, κριθαί three-row barley, Placit.5.10.2.

German (Pape)

[Seite 1148] von drei Reihen, Zeilen, Versen, Sp.

Russian (Dvoretsky)

τρίστῐχος: трехрядный (κριθαί Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

τρίστῐχος: -ον, = τρίστοιχος, κριθαὶ τρ., ἐκ τριῶν σειρῶν, Πλούτ. 2. 906Β.

Greek Monolingual

-η, -ο / τρίστιχος, -ον, ΝΜΑ
νεοελλ.
1. (για ποίημα ή στροφή ποιήματος) αυτός που αποτελείται από τρεις στίχους
2. το ουδ. ως ουσ. το τρίστιχο- ποίημα ή στροφή ποιήματος από τρεις στίχους
μσν.-αρχ.
αυτός που απαρτίζεται από τρεις σειρές (α. «τρίστιχοι κριθαί», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + στίχος (πρβλ. πεντάστιχος)].