δρόμων: Difference between revisions
Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχει → Felix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt
(4) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(8 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=dromon | |Transliteration C=dromon | ||
|Beta Code=dro/mwn | |Beta Code=dro/mwn | ||
|Definition=ωνος, ὁ, <span class=" | |Definition=ωνος, ὁ,<br><span class="bld">A</span> [[a light vessel]], Procop.''Vand.''1.11, Lyd.''Mag.''2.14, etc.<br><span class="bld">II</span> = [[δρομίας]] II, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ωνος, ὁ<br /><b class="num">1</b> náut. [[barco ligero]] Procop.<i>Vand</i>.1.11.16, Lyd.<i>Mag</i>.2.14, cf. <i>IGChCycl</i>.79 (biz.), Zonar.p.570, dud. en <i>SB</i> 9855.4 (II d.C.).<br /><b class="num">2</b> zool., un tipo de [[cangrejo pequeño]], [[Cancer cursor]], prob. sinón. del llamado [[δρομίας]] q.u., Hsch. | |||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0668.png Seite 668]] ωνος, ὁ, der Läufer, – a) eine Art Seekrebs, Hesych., vgl. [[δρομίας]]. – b) ein Schiff, Sp. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''δρόμων''': -ωνος, ὁ, ἐλαφρὸν ποιλάριον, ταχυναυτούσας ὁλκάδας, ἃς δρόμωνας εἴωθεν ὀνομάζειν τὸ [[πλῆθος]] Θεοφύλακτ. Σιμοκ. Ἱστορ. σ. 178, Βυζ. ΙΙ. εἶδός τι καρκίνου, ὡς ὁ [[δρομίας]], Ἡσύχ. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο (AM [[δρόμων]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />πολεμικό ή εμπορικό ιστιοφόρο [[πλοίο]], [[κορβέτα]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />ελαφρό πολεμικό [[πλοίο]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[είδος]] καρκίνου, κάβουρα. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:58, 25 August 2023
English (LSJ)
ωνος, ὁ,
A a light vessel, Procop.Vand.1.11, Lyd.Mag.2.14, etc.
II = δρομίας II, Hsch.
Spanish (DGE)
-ωνος, ὁ
1 náut. barco ligero Procop.Vand.1.11.16, Lyd.Mag.2.14, cf. IGChCycl.79 (biz.), Zonar.p.570, dud. en SB 9855.4 (II d.C.).
2 zool., un tipo de cangrejo pequeño, Cancer cursor, prob. sinón. del llamado δρομίας q.u., Hsch.
German (Pape)
[Seite 668] ωνος, ὁ, der Läufer, – a) eine Art Seekrebs, Hesych., vgl. δρομίας. – b) ein Schiff, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
δρόμων: -ωνος, ὁ, ἐλαφρὸν ποιλάριον, ταχυναυτούσας ὁλκάδας, ἃς δρόμωνας εἴωθεν ὀνομάζειν τὸ πλῆθος Θεοφύλακτ. Σιμοκ. Ἱστορ. σ. 178, Βυζ. ΙΙ. εἶδός τι καρκίνου, ὡς ὁ δρομίας, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
ο (AM δρόμων)
νεοελλ.
πολεμικό ή εμπορικό ιστιοφόρο πλοίο, κορβέτα
αρχ.-μσν.
ελαφρό πολεμικό πλοίο
αρχ.
είδος καρκίνου, κάβουρα.