δυναμωτικός: Difference between revisions

From LSJ

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source
(4)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(8 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=dynamotikos
|Transliteration C=dynamotikos
|Beta Code=dunamwtiko/s
|Beta Code=dunamwtiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">strengthening</b>, <b class="b3">ἡ δύναμις τῶν πάντων -ώτατον</b> (sc. <b class="b3">αἴτιον</b>) <span class="bibl">Dam.<span class="title">Pr.</span>61</span>.</span>
|Definition=δυναμωτική, δυναμωτικόν, [[strengthening]], <b class="b3">ἡ δύναμις τῶν πάντων δυναμωτικώτατον</b> (''[[sc.]]'' [[αἴτιον]]) Dam.''Pr.''61.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ή, -όν<br />[[que dota de poder]] ἡ [[δύναμις]] τὸ πάντων δυναμωτικόν (αἴτιον) la potencia es la causa que dota de poder a todo</i> Dam.<i>Pr</i>.61.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM [[δυναμωτικός]], -ή, -όν)<br />αυτός που δίνει [[δύναμη]], [[τονωτικός]] («δυναμωτική [[τροφή]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το δυναμωτικό</i><br />τονωτικό [[φάρμακο]].
}}
}}

Latest revision as of 11:10, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῠνᾰμωτικός Medium diacritics: δυναμωτικός Low diacritics: δυναμωτικός Capitals: ΔΥΝΑΜΩΤΙΚΟΣ
Transliteration A: dynamōtikós Transliteration B: dynamōtikos Transliteration C: dynamotikos Beta Code: dunamwtiko/s

English (LSJ)

δυναμωτική, δυναμωτικόν, strengthening, ἡ δύναμις τῶν πάντων δυναμωτικώτατον (sc. αἴτιον) Dam.Pr.61.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
que dota de poderδύναμις τὸ πάντων δυναμωτικόν (αἴτιον) la potencia es la causa que dota de poder a todo Dam.Pr.61.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM δυναμωτικός, -ή, -όν)
αυτός που δίνει δύναμη, τονωτικός («δυναμωτική τροφή»)
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το δυναμωτικό
τονωτικό φάρμακο.