λατομικός: Difference between revisions

From LSJ
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")
m (Text replacement - "D.S." to "D.S.")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=latomikos
|Transliteration C=latomikos
|Beta Code=latomiko/s
|Beta Code=latomiko/s
|Definition=ή, όν, [[for quarrying stones]], σίδηρος <span class="bibl">D.S.3.12</span>.
|Definition=λατομική, λατομικόν, [[for quarrying stones]], σίδηρος [[Diodorus Siculus|D.S.]]3.12.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 07:30, 27 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λᾱτομικός Medium diacritics: λατομικός Low diacritics: λατομικός Capitals: ΛΑΤΟΜΙΚΟΣ
Transliteration A: latomikós Transliteration B: latomikos Transliteration C: latomikos Beta Code: latomiko/s

English (LSJ)

λατομική, λατομικόν, for quarrying stones, σίδηρος D.S.3.12.

German (Pape)

[ᾱ], ή, όν, zum Brechen der Steine gehörig, σίδηρος, DS. 3.12.

Russian (Dvoretsky)

λᾱτομικός: камнебитный, камнетесный (σίδηρος Diod.).

Greek (Liddell-Scott)

λᾱτομικός: -ή, -όν, ἁρμόδιος πρὸς ἐξαγωγὴν λίθων, σίδηρος Διόδ. 3. 12.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α λατομικός, -ή, -όν) λατόμος
νεοελλ.
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε λατομείο ή σε λατόμο
αρχ.
κατάλληλος για λατόμηση, για εξαγωγή πέτρας ή μαρμάρου.