αὐτότεχνος: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=aftotechnos | |Transliteration C=aftotechnos | ||
|Beta Code=au)to/texnos | |Beta Code=au)to/texnos | ||
|Definition= | |Definition=αὐτότεχνον, [[self-instructed]], πρὸς ἴασιν Plu.2.991e. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Latest revision as of 09:36, 25 August 2023
English (LSJ)
αὐτότεχνον, self-instructed, πρὸς ἴασιν Plu.2.991e.
Spanish (DGE)
-ον
capaz, dotado por sí mismo τῶν ζώων ἕκαστον οὐ μόνον πρὸς ἴασιν αὐτότεχνόν ἐστιν, ἀλλὰ καὶ πρὸς διατροφήν Plu.2.991e.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
instruit par lui-même.
Étymologie: αὐτός, τέχνη.
German (Pape)
(τέχνη), πρὸς ἴασιν, durch sich selbst in der Arzneikunde unterrichtet, Plut. Gryll. 9 und A.
Russian (Dvoretsky)
αὐτότεχνος: сам научившийся, самоучка (πρός τι Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
αὐτότεχνος: -ον, αὐτοδίδακτος, τῶν ζῴων ἕκαστον οὐ μόνον πρὸς ἴασιν αὐτότεχνόν ἐστιν, ἀλλὰ καὶ πρὸς διατροφὴν Πλούτ. 2. 991Ε.
Greek Monolingual
αὐτότεχνος, -ον (Α)
αυτοδίδακτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο- + -τεχνος < τέχνη (πρβλ. άτεχνος, έντεχνος, κακότεχνος)].