μονοδάκτυλος: Difference between revisions

From LSJ

Γυναικὶ κόσμοςτρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid

Menander, Monostichoi, 92
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=monodaktylos
|Transliteration C=monodaktylos
|Beta Code=monoda/ktulos
|Beta Code=monoda/ktulos
|Definition=ον, [[one-fingered]], [[one-toed]], Luc.<span class="title">VH</span>1.23.</span>
|Definition=μονοδάκτυλον, [[one-fingered]], [[one-toed]], Luc.''VH''1.23.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 11:59, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μονοδάκτῠλος Medium diacritics: μονοδάκτυλος Low diacritics: μονοδάκτυλος Capitals: ΜΟΝΟΔΑΚΤΥΛΟΣ
Transliteration A: monodáktylos Transliteration B: monodaktylos Transliteration C: monodaktylos Beta Code: monoda/ktulos

English (LSJ)

μονοδάκτυλον, one-fingered, one-toed, Luc.VH1.23.

German (Pape)

[Seite 202] einfingerig, Luc. V. H. 1, 23.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui n'a qu'un doigt.
Étymologie: μόνος, δάκτυλος.

Russian (Dvoretsky)

μονοδάκτῠλος: с одним пальцем, однопалый Luc.

Greek (Liddell-Scott)

μονοδάκτῠλος: -ον, ὁ ἔχων μόνον ἕνα δάκτυλον, Λουκ. περὶ Ἀληθ. Ἱστ. 1. 23.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α μονοδάκτυλος, -ον)
αυτός που έχει έναν μόνο δάκτυλο
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο μονοδάκτυλος
ζωολ. αυτός που έχει ένα δάκτυλο σε κάθε άκρο, όπως λ.χ. το άλογο.

Greek Monotonic

μονοδάκτῠλος: -ον, αυτός που έχει μόνο ένα δάκτυλο, σε Λουκ.