ὠλέκρανον: Difference between revisions
m (Text replacement - ":<br />][[" to ":<br />[[") |
|||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=olekranon | |Transliteration C=olekranon | ||
|Beta Code=w)le/kranon | |Beta Code=w)le/kranon | ||
|Definition=τό, for [[ὠλενόκρανον]], = [[ὠλένης κρανίον]] (<b class="b3">Ἀριστοφάνης ὀλέκρανα λέγει τὰ τῶν ὠλενῶν κρανία</b> Suid.s.v. [[ὀλέκρανον]],) [[point of the elbow]], | |Definition=τό, for [[ὠλενόκρανον]], = [[ὠλένης κρανίον]] (<b class="b3">Ἀριστοφάνης ὀλέκρανα λέγει τὰ τῶν ὠλενῶν κρανία</b> Suid.s.v. [[ὀλέκρανον]],) [[point of the elbow]], [[Aristotle|Arist.]]''[[Historia Animalium|HA]]''493b27 ([[varia lectio|v.l.]] [[ὀλέκρανον]]), al.; Hp. used [[ἀγκών]] for [[ὠλέκρανον]], acc. to Gal. ''UP''2.2,14: but [[ὀλέκρ]]. is found in Hp.''Epid.''7.61. ([[ὀλέκρανον]] is required by the metre in Ar.''Pax''443; τὸ ὠλέκρανον διὰ τοῦ ω προφέρουσιν, ἡ δὲ συνήθεια διὰ τοῦ ο Hellad. ap. Phot.p.533 B.; Phot. has <b class="b3">ὠλ-</b>, but places it after [[ὀλέκει]].) | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Latest revision as of 22:25, 24 November 2023
English (LSJ)
τό, for ὠλενόκρανον, = ὠλένης κρανίον (Ἀριστοφάνης ὀλέκρανα λέγει τὰ τῶν ὠλενῶν κρανία Suid.s.v. ὀλέκρανον,) point of the elbow, Arist.HA493b27 (v.l. ὀλέκρανον), al.; Hp. used ἀγκών for ὠλέκρανον, acc. to Gal. UP2.2,14: but ὀλέκρ. is found in Hp.Epid.7.61. (ὀλέκρανον is required by the metre in Ar.Pax443; τὸ ὠλέκρανον διὰ τοῦ ω προφέρουσιν, ἡ δὲ συνήθεια διὰ τοῦ ο Hellad. ap. Phot.p.533 B.; Phot. has ὠλ-, but places it after ὀλέκει.)
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
la pointe du coude.
Étymologie: ὠλένη, κρανίον.
German (Pape)
[ᾱ], τό, eigtl. ὠλενόκρανον, d.i. ὠλένης κρᾶνον, auch ὀλενόκρανον, Ar. Pax 443, vgl. Schol. Arat. 876 und Phryn. B.A. 56, – der vorragende Kopf des Ellenbogenknochens im Buge (der ἀγκῶνος κεφαλή heißt, Od. 14.494), Arist. H.A. 1.15; bei den Doriern κύβιτον, davon cubitus.
Russian (Dvoretsky)
ὠλέκρᾱνον: τό Arst. = ὀλέκρανον.
Greek (Liddell-Scott)
ὠλέκρᾱνον: τό, κυρίως ὠλενόκρανον = ὠλένης κρανίον, ἡ κεφαλὴ ἢ τὸ ἄκρον τοῦ πήχεως, ὁ ἀγκών, Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 15, 3, κ. ἀλλ.· παρ’ Ἱππ. εἶναι ἐν χρήσει ἡ λέξις ἀγκὼν ἀντὶ τοῦ ὠλέκρανον, κατὰ τὸν Γαληνόν· ἀλλ’ εὑρίσκομεν καὶ ὠλέκρανον ἐν Ἱππ. Ἐπιδημ. ζ΄ σ. 1226G· ― παρ’ Ἀριστοφ. ἐν Εἰρ. 443 τὸ μέτρον ἀπαιτεῖ ὀλέκρανον, τὸν τύπον δὲ τοῦτον ἀναγνωρίζει καὶ ὁ Σχολιαστ. ὡς τὸν γνήσιον Ἀττ., πρβλ. Φρύν. ἐν Α. Β. 56, Φώτ., κλπ.
Greek Monotonic
ὠλέκρᾱνον: τό, το σημείο του αγκώνα, σε Αριστ.