καρποφύλαξ: Difference between revisions
From LSJ
ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει → a fox, which, by spreading itself out, wards off the eagle's swoop
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)Full diacritics=(\w+)φύλαξ" to "Full diacritics=$1φῠ́λᾰξ") |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{LSJ1 | {{LSJ1 | ||
|Full diacritics= | |Full diacritics=καρποφῠ́λᾰξ | ||
|Medium diacritics=καρποφύλαξ | |Medium diacritics=καρποφύλαξ | ||
|Low diacritics=καρποφύλαξ | |Low diacritics=καρποφύλαξ |
Latest revision as of 20:20, 16 April 2023
English (LSJ)
[ῠ], ᾰκος, ὁ, watcher of fruit, AP6.22 (Zonas).
German (Pape)
[Seite 1329] ακος, ὁ, Fruchtwächter, Zon. 3 (VI, 22).
French (Bailly abrégé)
ακος (ὁ) :
qui garde les fruits, qui veille sur les fruits.
Étymologie: καρπός, φύλαξ.
Greek (Liddell-Scott)
καρποφύλαξ: ῠ, -ᾰκος, ὁ, ὁ φυλάττων τοὺς καρπούς, Ἀνθ. Π. 6. 22.
Greek Monolingual
καρποφύλαξ, -κος, ὁ (Α)
ο φύλακας τών καρπών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καρπός (Ι) + -φύλαξ (< φύλάξ < φυλάσσω), πρβλ. αρχειοφύλαξ, θησαυροφύλαξ.
Greek Monotonic
καρποφύλαξ: [ῠ], -ᾰκος, ὁ, αυτός που προσέχει, φυλάει τους καρπούς, σε Ανθ.