προποδηγός: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ' οὐκ ἂν μαχέσαιτο· χέσαιτο γάρ, εἰ μαχέσαιτο → fighting is what she can't do, for if she should fight she would shit

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")
m (LSJ1 replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=propodigos
|Transliteration C=propodigos
|Beta Code=propodhgo/s
|Beta Code=propodhgo/s
|Definition=Dor. προποδ-ᾱγός, όν, [[going before to show the way]], [[guide]], Plu.2.58oc; σκίπωνα προποδαγόν <span class="title">AP</span>6.294 (Phan.): fem. προποδ-ηγέτις, ιδος, <span class="bibl">Orph.<span class="title">A.</span> 342</span>.
|Definition=Dor. [[προποδαγός]], όν, [[going before to show the way]], [[guide]], Plu.2.58oc; σκίπωνα προποδαγόν ''AP''6.294 (Phan.): fem. [[προποδηγέτις]], ιδος, Orph.''A.'' 342.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''προποδηγός:'''<br /><b class="num">I</b> дор. [[προποδαγός|προποδᾱγός]] 2 служащий проводником (σχήπων Anth.).<br /><b class="num">II</b> ὁ проводник (τοῦ βίου Plut.).
|elrutext='''προποδηγός:'''<br /><b class="num">I</b> дор. [[προποδαγός|προποδᾱγός]] 2 служащий проводником (σχήπων Anth.).<br /><b class="num">II</b> ὁ [[проводник]] (τοῦ βίου Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls

Latest revision as of 11:02, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προποδηγός Medium diacritics: προποδηγός Low diacritics: προποδηγός Capitals: ΠΡΟΠΟΔΗΓΟΣ
Transliteration A: propodēgós Transliteration B: propodēgos Transliteration C: propodigos Beta Code: propodhgo/s

English (LSJ)

Dor. προποδαγός, όν, going before to show the way, guide, Plu.2.58oc; σκίπωνα προποδαγόν AP6.294 (Phan.): fem. προποδηγέτις, ιδος, Orph.A. 342.

German (Pape)

[Seite 740] vorangehend u. den Weg zeigend; Plut. de gen. Socr. 10; σκήπων Phani. 2 (VII, 994).

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
qui marche devant, qui sert de guide.
Étymologie: πρό, ποδηγός.

Russian (Dvoretsky)

προποδηγός:
I дор. προποδᾱγός 2 служащий проводником (σχήπων Anth.).
IIпроводник (τοῦ βίου Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

προποδηγός: -όν, ὁ προπορευόμενος καὶ δεικνύων τὴν ὁδόν, ὁδηγός, Πλούτ. 2. 580C· πρ. σκήπων Ἀνθ. Π. 6. 294· ― θηλ. προποδηγέτις, -ιδος, Ὀρφ. Ἀργ., 340.

Greek Monolingual

και δωρ. τ. προποδαγός, -όν, και ανώμ. τ. θηλ. προποδηγέτις, -ιδος, Α
αυτός που προπορεύεται και δείχνει τον δρόμο στους άλλους, οδηγός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + ποδηγός «οδηγός»].