προσαράζω: Difference between revisions

From LSJ

Χωρὶς γυναικὸς ἀνδρὶ κακὸν οὐ γίγνεται → Non ullum sine muliere fit malum viro → Kein Unglück widerfährt dem Mann, der ledig bleibt

Menander, Monostichoi, 541
m (Text replacement - "]]]]<br />" to "]]<br />")
mNo edit summary
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[προσαράσσω]] ΝΜΑ, και αττ. τ. προσαράττω Α [[αράζω]] / [[ἀράσσω]]<br />(για [[πλοίο]]) [[προσκρούω]] ή [[κάθομαι]] [[επάνω]] σε ύφαλο ή αβαθή και [[συνήθως]] αμμώδη βυθό («προσαράξας τὸ [[σκάφος]] τῷ αἰγιαλῷ διέλυσεν», Λουκ.)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />ωθώ ή [[ρίχνω]] [[κάτι]] [[πάνω]] σε [[κάτι]] [[άλλο]] με [[ορμή]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[προσεγγίζω]], [[πλησιάζω]]<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>προσαράσσομαι</i><br />[[πέφτω]] [[πάνω]] σε [[κάτι]] («προσαράσσομαι τῷ λιθοστρώτῳ», <b>Ιώσ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[προσαράσσω]] τινὶ τὰς θύρας» ή «[[προσαράσσω]] εἰς τὸ [[μέτωπον]] τὴν θύραν» — [[κλείνω]] με [[ορμή]] και με θόρυβο την πόρτα στο [[πρόσωπο]] κάποιου.
|mltxt=[[προσαράσσω]] ΝΜΑ, και αττ. τ. [[προσαράττω]] Α [[αράζω]] / [[ἀράσσω]]<br />(για [[πλοίο]]) [[προσκρούω]] ή [[κάθομαι]] [[επάνω]] σε ύφαλο ή αβαθή και [[συνήθως]] αμμώδη βυθό («προσαράξας τὸ [[σκάφος]] τῷ αἰγιαλῷ διέλυσεν», Λουκ.)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />ωθώ ή [[ρίχνω]] [[κάτι]] [[πάνω]] σε [[κάτι]] [[άλλο]] με [[ορμή]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[προσεγγίζω]], [[πλησιάζω]]<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>προσαράσσομαι</i><br />[[πέφτω]] [[πάνω]] σε [[κάτι]] («προσαράσσομαι τῷ λιθοστρώτῳ», <b>Ιώσ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[προσαράσσω]] τινὶ τὰς θύρας» ή «[[προσαράσσω]] εἰς τὸ [[μέτωπον]] τὴν θύραν» — [[κλείνω]] με [[ορμή]] και με θόρυβο την πόρτα στο [[πρόσωπο]] κάποιου.
}}
}}

Latest revision as of 18:44, 10 January 2023

Greek Monolingual

προσαράσσω ΝΜΑ, και αττ. τ. προσαράττω Α αράζω / ἀράσσω
(για πλοίο) προσκρούω ή κάθομαι επάνω σε ύφαλο ή αβαθή και συνήθως αμμώδη βυθό («προσαράξας τὸ σκάφος τῷ αἰγιαλῷ διέλυσεν», Λουκ.)
μσν.-αρχ.
ωθώ ή ρίχνω κάτι πάνω σε κάτι άλλο με ορμή
αρχ.
1. προσεγγίζω, πλησιάζω
2. παθ. προσαράσσομαι
πέφτω πάνω σε κάτι («προσαράσσομαι τῷ λιθοστρώτῳ», Ιώσ.)
3. φρ. «προσαράσσω τινὶ τὰς θύρας» ή «προσαράσσω εἰς τὸ μέτωπον τὴν θύραν» — κλείνω με ορμή και με θόρυβο την πόρτα στο πρόσωπο κάποιου.