ὀκτάρουρος: Difference between revisions

From LSJ

ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft

Source
mNo edit summary
m (LSJ1 replacement)
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=oktarouros
|Transliteration C=oktarouros
|Beta Code=o)kta/rouros
|Beta Code=o)kta/rouros
|Definition=[ᾰ], ὁ, [[tenant of eight]] [[ἄρουραι]], <span class="bibl"><span class="title">PFlor.</span>18.12</span> (ii A. D.).
|Definition=[ᾰ], ὁ, [[tenant]] of [[eight]] [[ἄρουρα|ἄρουραι]], ''PFlor.''18.12 (ii A. D.).
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὀκτάρουρος]] και ὀκτώρουρος, -ον (Α)<br />ο [[ενοικιαστής]] ή ο [[κάτοχος]] [[οκτώ]] αρουρών, δηλ. αγρών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὀκτα</i>- (<b>βλ. λ.</b> [[οκτώ]]) <span style="color: red;">+</span> [[ἄρουρα]] «καλλιεργήσιμη γη, [[χωράφι]]» (<b>πρβλ.</b> <i>δεκ</i>-<i>άρουρος</i>)].
|mltxt=[[ὀκτάρουρος]] και [[ὀκτώρουρος]], -ον (Α)<br />ο [[ενοικιαστής]] ή ο [[κάτοχος]] [[οκτώ]] αρουρών, δηλ. αγρών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὀκτα</i>- (<b>βλ. λ.</b> [[οκτώ]]) <span style="color: red;">+</span> [[ἄρουρα]] «καλλιεργήσιμη γη, [[χωράφι]]» ([[πρβλ]]. [[δεκάρουρος]])].
}}
}}

Latest revision as of 11:42, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀκτᾰ́ρουρος Medium diacritics: ὀκτάρουρος Low diacritics: οκτάρουρος Capitals: ΟΚΤΑΡΟΥΡΟΣ
Transliteration A: oktárouros Transliteration B: oktarouros Transliteration C: oktarouros Beta Code: o)kta/rouros

English (LSJ)

[ᾰ], ὁ, tenant of eight ἄρουραι, PFlor.18.12 (ii A. D.).

Greek Monolingual

ὀκτάρουρος και ὀκτώρουρος, -ον (Α)
ο ενοικιαστής ή ο κάτοχος οκτώ αρουρών, δηλ. αγρών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτα- (βλ. λ. οκτώ) + ἄρουρα «καλλιεργήσιμη γη, χωράφι» (πρβλ. δεκάρουρος)].