Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

παλιατζής: Difference between revisions

From LSJ

Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςLife is not worth living if you do not have at least one friend.

Democritus, DK 68b22
mNo edit summary
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=παλιατζής, ο, θηλ. [[παλιατζού]]<br />αυτός που αγοράζει και μεταπωλεί [[παλιά]], μεταχειρισμένα αντικείμενα, [[παλαιοπώλης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> ουδ. [[παλιά]] του επιθ. [[παλιός]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>τζής</i> (<b>πρβλ.</b> <i>καφε</i>-<i>τζής</i>)].
|mltxt=παλιατζής, ο, θηλ. [[παλιατζού]]<br />αυτός που αγοράζει και μεταπωλεί [[παλιά]], μεταχειρισμένα αντικείμενα, [[παλαιοπώλης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> ουδ. [[παλιά]] του επιθ. [[παλιός]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>τζής</i> ([[πρβλ]]. [[καφετζής]])].
}}
}}

Latest revision as of 15:50, 11 May 2023

Greek Monolingual

παλιατζής, ο, θηλ. παλιατζού
αυτός που αγοράζει και μεταπωλεί παλιά, μεταχειρισμένα αντικείμενα, παλαιοπώλης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ουδ. παλιά του επιθ. παλιός + κατάλ. -τζής (πρβλ. καφετζής)].