λινυφής: Difference between revisions

From LSJ

διάνοια, ἐὰν ἐρευνᾷς τοὺς ἱεροφαντηθέντας λόγους μὲν θεοῦ, νόμους δὲ ἀνθρώπων θεοφιλῶν, οὐδὲν ταπεινὸν οὐδ᾽ ἀνάξιον τοῦ μεγέθους αὐτῶν ἀναγκασθήσῃ παραδέχεσθαι → if, O my understanding, thou searchest on this wise into the oracles which are both words of God and laws given by men whom God loves, thou shalt not be compelled to admit anything base or unworthy of their dignity

Source
(Created page with "{{grml |mltxt=λίνυφος, -ον και λινυφής, -ές (Α)<br /><b>1.</b> λινοϋφής<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ἡ συντεχνία τ...")
 
mNo edit summary
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λίνυφος]], -ον και [[λινυφής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> [[λινοϋφής]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ἡ [[συντεχνία]] τῶν λινύφων» — η [[συντεχνία]] αυτών που κατεργάζονται το [[λίνο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λίνον]] <span style="color: red;">+</span> -<i>υφος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ὕφος]]), [[πρβλ]]. [[ορθό]]-<i>υφος</i>, <i>ταπίδ</i>-<i>υφος</i>].
|mltxt=[[λίνυφος]], -ον και [[λινυφής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> [[λινοϋφής]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ἡ [[συντεχνία]] τῶν λινύφων» — η [[συντεχνία]] αυτών που κατεργάζονται το [[λίνο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λίνον]] <span style="color: red;">+</span> -<i>υφος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ὕφος]]), [[πρβλ]]. [[ορθόυφος]], [[ταπίδυφος]]].
}}
}}

Latest revision as of 13:08, 10 May 2023

Greek Monolingual

λίνυφος, -ον και λινυφής, -ές (Α)
1. λινοϋφής
2. φρ. «ἡ συντεχνία τῶν λινύφων» — η συντεχνία αυτών που κατεργάζονται το λίνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + -υφος (< ὕφος), πρβλ. ορθόυφος, ταπίδυφος].