πρόπλοος: Difference between revisions
οἱ μὲν εὐποροῦμεν οἱ δ' ἀλύομεν → some of us prosper and others are at our wit's end, some of us are prospering and others of us are at our wit's end
mNo edit summary |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=proploos | |Transliteration C=proploos | ||
|Beta Code=pro/ploos | |Beta Code=pro/ploos | ||
|Definition= | |Definition=πρόπλοον, contr. [[πρόπλους]], πρόπλουν, [[sailing before]] or [[sailing in advance]], τὰς πρόπλους ναῦς Th.6.44; <b class="b3">τρεῖς νῆες αἱ πρόπλοι</b> ib.46; [[αἱ πρόπλοι]] = the [[leading ships]], Isoc.4.92, App.''BC''5.85, etc.contr. [[πρόπλους]], ὁ, [[sailing before]] or [[sailing forward]], App.''BC''5.112 ([[si vera lectio|s.v.l.]]). | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Latest revision as of 09:11, 25 August 2023
English (LSJ)
πρόπλοον, contr. πρόπλους, πρόπλουν, sailing before or sailing in advance, τὰς πρόπλους ναῦς Th.6.44; τρεῖς νῆες αἱ πρόπλοι ib.46; αἱ πρόπλοι = the leading ships, Isoc.4.92, App.BC5.85, etc.contr. πρόπλους, ὁ, sailing before or sailing forward, App.BC5.112 (s.v.l.).
French (Bailly abrégé)
οος, οον;
qui navigue en avant : νῆες πρόπλοι, ou simpl. αἱ πρόπλοι navires d'exploration ou de course, vedettes.
Étymologie: προπλέω.
German (Pape)
[Seite 740] zsgzgn πρόπλους, vorherschiffend, vorausschiffend, voranschiffend; ναῦς, Thuc. 6, 44. 46; Xen. Hell. 5, 1, 24; τὰς πρόπλους ἐνίκησαν, Isocr. 4, 92.
Russian (Dvoretsky)
πρόπλοος:
I стяж. πρόπλους 2 плывущий впереди (νῆες Thuc.).
II стяж. πρόπλους ἡ (sc. ναῦς) плывущий впереди корабль, передовое судно Isocr.
Greek (Liddell-Scott)
πρόπλοος: -ον, συνῃρ. -πλους, ουν, ὁ προπλέων, τὰς πρόπλους ναῦς Θουκ. 6. 44· τρεῖς νῆες αἱ πρόπλοι αὐτόθι 46· καὶ αἱ πρόπλοι (ἄνευ τοῦ νῆες), τὰ προπλέοντα πλοῖα, Ἰσοκρ. 59D, Ἀππ. Ἐμφύλ. 5. 85, κτλ.
Greek Monotonic
πρόπλοος: -ον, συνηρ. -πλους, -ουν, αυτός που πλέει από πριν ή εκ των προτέρων, αἱπρόπλοι νῆες, πλοία που προηγούνται, σε Θουκ.