στρέφος: Difference between revisions
From LSJ
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=strefos | |Transliteration C=strefos | ||
|Beta Code=stre/fos | |Beta Code=stre/fos | ||
|Definition= | |Definition=στρέμμα, δέρμα, βύρσα, Δωριεῖς, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] (cf. [[στέρφος]], [[στρέφωσις]]). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 09:21, 25 August 2023
English (LSJ)
στρέμμα, δέρμα, βύρσα, Δωριεῖς, Hsch. (cf. στέρφος, στρέφωσις).
German (Pape)
[Seite 953] τό, = στέρφος, Hesych. στρέμμα, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
στρέφος: -εος, τό, = στρέμμα, «δέρμα βύρσα. Δωριεῖς» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
τὸ, Α
(κατά τον Ησύχ.) (στους Δωριείς) «στρέμμα, δέρμα, βύρσα».
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για παραφθορά του αρχ. τ. στέρφος «δέρμα» (βλ. και λ. στέρφος) από το αμάρτυρο ουδ. στρέφος (< στρέφω), που μαρτυρείται στα συνθ. σε -στρεφής (πρβλ. ἀμφιστρεφής, εὐστρεφής)].