οἰάκωσις: Difference between revisions
From LSJ
σωφροσύνη τὸ περὶ τὰς γυναῖκας → temperance in relation to women
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=oiakosis | |Transliteration C=oiakosis | ||
|Beta Code=oi)a/kwsis | |Beta Code=oi)a/kwsis | ||
|Definition=[ᾱ], εως, ἡ, [[guiding]], Aq. | |Definition=[ᾱ], εως, ἡ, [[guiding]], Aq.''Jb.''37.12. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Latest revision as of 12:30, 25 August 2023
English (LSJ)
[ᾱ], εως, ἡ, guiding, Aq.Jb.37.12.
Greek (Liddell-Scott)
οἰάκωσις: ἡ, = οἰάκισμα, Ἀκύλ. ἐν Ἰώβ ΛΖ΄, 12.
Greek Monolingual
οἰάκωσις, ἡ (Α)
η μετακίνηση του πηδαλίου του σκάφους με τον χειρισμό του οίακα, οιάκιση, οιάκισμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἴαξ, -ακος «πηδάλιο» + κατάλ. -ωσις (πρβλ. ρυτίδωσις)].