τρωγλίτης: Difference between revisions
From LSJ
ἢ λέγε τι σιγῆς κρεῖττον ἢ σιγὴν ἔχε → either say something better than silence or keep silence (Menander)
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=troglitis | |Transliteration C=troglitis | ||
|Beta Code=trwgli/ths | |Beta Code=trwgli/ths | ||
|Definition=[ῑ], ου, ὁ, a bird, prob. = [[τρωγλοδύτης]] ''ΙΙ'', | |Definition=[ῑ], ου, ὁ, a bird, prob. = [[τρωγλοδύτης]] ''ΙΙ'', Hdn.''Epim.'' 136, Eust.228.36. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Latest revision as of 11:39, 25 August 2023
English (LSJ)
[ῑ], ου, ὁ, a bird, prob. = τρωγλοδύτης ΙΙ, Hdn.Epim. 136, Eust.228.36.
Greek (Liddell-Scott)
τρωγλίτης: [ῑ], -ου, ὁ, εἶδος χελιδόνος κατοικούσης ἐν ὀπαῖς, «πετροχελίδονον», Ἡρῳδιαν. Ἐπιμ. 281. 5., 297, Εὐστ. 228. 35.
Greek Monolingual
(I)
ὁ, ΜΑ
είδος χελιδονιού που κάνει τη φωλιά του σε οπές, ο τρωγλοδύτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρώγλη + κατάλ. -ίτης (πρβλ. πολίτης)].
German (Pape)
ὁ, die in Sandlöchern wohnende Uferschwalbe.