καστόριος: Difference between revisions
From LSJ
(b) |
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
||
(4 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kastorios | |Transliteration C=kastorios | ||
|Beta Code=kasto/rios | |Beta Code=kasto/rios | ||
|Definition= | |Definition=v. [[καστόρειος]], [[καστορίδες]]. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1333.png Seite 1333]] vom Biber kommend, ihn betreffend, Sp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1333.png Seite 1333]] vom Biber kommend, ihn betreffend, Sp. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''καστόριος''': -α, -ον, (κάστωρ) ἀνήκων εἰς τὸν κάστορα, ἐκ τοῦ κάστορος, Ἡσύχ.· καστ. ἱμάτια, ἐκ δέρματος κάστορος, Λατ. castorinae ἢ -eae vestes, Ἐκκλ. ΙΙ. πρβλ. [[καστορίδες]] Ι. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-α, -ο (Α [[καστόριος]], -ία, -ον και [[καστόρειος]], -ειον) [[κάστωρ]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κάστορα<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> κατασκευασμένος από [[δέρμα]] ή από [[τρίχες]] κάστορα, [[καστόρινος]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το καστόριο</i> [[καστόρι]]<br /><b>αρχ.</b><br />(το θηλ. στον πληθ. ως ουσ.) <i>αἱ [[καστόριαι]] (ενν. <i>κύνες</i>)<br />(στον <b>Ξεν.</b>) [[αντί]] [[καστορίδες]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 00:40, 24 August 2022
English (LSJ)
v. καστόρειος, καστορίδες.
German (Pape)
[Seite 1333] vom Biber kommend, ihn betreffend, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
καστόριος: -α, -ον, (κάστωρ) ἀνήκων εἰς τὸν κάστορα, ἐκ τοῦ κάστορος, Ἡσύχ.· καστ. ἱμάτια, ἐκ δέρματος κάστορος, Λατ. castorinae ἢ -eae vestes, Ἐκκλ. ΙΙ. πρβλ. καστορίδες Ι.
Greek Monolingual
-α, -ο (Α καστόριος, -ία, -ον και καστόρειος, -ειον) κάστωρ
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κάστορα
νεοελλ.
1. κατασκευασμένος από δέρμα ή από τρίχες κάστορα, καστόρινος
2. το ουδ. ως ουσ. το καστόριο καστόρι
αρχ.
(το θηλ. στον πληθ. ως ουσ.) αἱ καστόριαι (ενν. κύνες)
(στον Ξεν.) αντί καστορίδες.