σκηνορράφος: Difference between revisions
From LSJ
Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=skinorrafos | |Transliteration C=skinorrafos | ||
|Beta Code=skhnorra/fos | |Beta Code=skhnorra/fos | ||
|Definition=[ᾰ], ον, ([[ῥάπτω]]) [[sewing tents]]: as [[substantive]], [[tentmaker]], | |Definition=[ᾰ], ον, ([[ῥάπτω]]) [[sewing tents]]: as [[substantive]], [[tentmaker]], Ael.''VH''2.1. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Latest revision as of 11:33, 25 August 2023
English (LSJ)
[ᾰ], ον, (ῥάπτω) sewing tents: as substantive, tentmaker, Ael.VH2.1.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
qui coud des toiles de tentes, fabricant de tentes.
Étymologie: σκηνή, ῥάπτω.
Greek (Liddell-Scott)
σκηνορράφος: -ον, ὁ ῥάπτων σκηνάς· ὡς οὐσιαστ., ὁ ἐπαγγελλόμενος τὸν σκηνοποιόν, Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 2. 1· ― ὡσαύτως, σκηνορραφικός, ή, όν, Νικήτ. Εὐγεν. 1. 115.
Greek Monolingual
ο, ΝΑ, και δ. γρφ. σκηνοράφος Α
κατασκευαστής σκηνών, αντισκήνων, σκηνοποιός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκηνή + -ρράφος (< ῥάπτω), πρβλ. δολορράφος].
German (Pape)
Zelte nähend, machend, ὁ σκ., Zeltnäher, Zeltmacher, Ael. V.H. 2.1 und andere Spätere