σωματουργός: Difference between revisions
From LSJ
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=somatourgos | |Transliteration C=somatourgos | ||
|Beta Code=swmatourgo/s | |Beta Code=swmatourgo/s | ||
|Definition= | |Definition=σωματουργόν, [[creative of bodies]], Id.''in Prm.''p.638 S., ''in Ti.''1.311 D. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 11:41, 25 August 2023
English (LSJ)
σωματουργόν, creative of bodies, Id.in Prm.p.638 S., in Ti.1.311 D.
German (Pape)
[Seite 1060] verkörpernd, Sp.
Greek Monolingual
-όν, ΜΑ
(για τέχνη ή επάγγελμα) αυτός που κατασκευάζει σώματα («τέχναι καὶ χειρουργίαι τούτων ὑπ' ἀνθρώπων εὕρηνται σωματουργοί», Διον. Αλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῶμα, σώματος + -ουργός (< ἔργον), πρβλ. δραματουργός].